ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ σκεφτόμαστε γόνιμα ὅπως ἀρχὴ μέσα στὴν Μία Ἀρχὴ τῆς Βάπτισης τῶν ἐθνῶν: ἔζησαν καὶ παρέδοσαν τὴν πίστη ποὺ μέχρι σήμερα ἐμπνέει καὶ στηρίζει τοὺς χριστιανικοὺς λαούς, ἔγιναν ὁ Εὐαγγελιστής, Θεολόγος καὶ Ἀπόστολος τῆς χριστιανοσύνης, Φωτιστής, Βαπτιστὴς καὶ Γέροντάς της. Ἂν ὁ ἀρχαῖος ἑλληνισμὸς δὲν εἶχε πιστέψει, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε Νέος ἑλληνισμός, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ εἶχε σήμερα οὔτε κἄν τὴν νοσηρὴ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε καθόλου ἡ χριστιανοσύνη σὲ καμμιά μορφὴ καὶ γιὰ κανένα λαό.

Ἀπορεῖ κανεὶς μὲ ὅσους θαυμάζουν τὸν ἑλληνισμὸ καὶ θέλουν νὰ τὸν συστήσουν ὡς πηγὴ δύναμης, ἔμπνευσης καὶ σοφίας, ἔχοντας ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν ἱστορία του καὶ περιφρονήσει τὴν ἴδια τὴν σημαντικώτερη πράξη του, τὴν Βάπτισή του. Ἂν ὁ χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ ψεῦδος, πόσο σοφὸς μπορεῖ νὰ ὑπῆρξε ἕνας λαὸς ποὺ ἔκανε τὸ ἀπολύτως καθοριστικὸ λάθος νὰ βαπτισθεῖ; Ἔπειτα, ποιά σύνεση καὶ ἀντίληψη θὰ χαρακτήριζε ὅσους σκέφτονται τὸ μέλλον ὑπὸ τὴν προοπτικὴ ‘συμμαχίας’ φαντάσματος ἑλληνισμοῦ ἀβάπτιστου, ὅταν χωρὶς τὴν Βάπτιση τῶν ἀρχαίων, δηλαδὴ χωρὶς τὸν Νέο ἑλληνισμό, ἡ εὐρωπαϊκὴ (κατ’ ἀρχὴν) ἱστορία τῶν δύο τελευταίων χιλιετιῶν εἶναι τελείως ἀδιανόητη καὶ κάθε συζήτηση ὁποιαδήποτε ἁπλῶς περιττεύει;