Παρακολουθῶντας πῶς γεννήθηκε ὁ ἑλληνικὸς κόσμος, ποιὰ ἡ φύση καὶ οὐσία του, ἴσως γίνει ἀντιληπτὸ γιατί οἱ Ἕλληνες προσκύνησαν τὸν Θεὸ ποὺ περιφρόνησαν οἱ Ἑβραῖοι, μέσα ἀπὸ σκληρὰ μαρτύρια κρατῶντας καὶ μεταδίδοντας τὴν πίστη αὐτὴ μέχρι σήμερα. Ἂν κάθε λαὸς προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν συνολικὴ πολιτισμική του παράδοση καὶ βούληση, περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν γλῶσσα του εἰδικῶς, ἐνδιαφέρει νὰ σκεφτεῖ κανείς, πῶς ὁ ἀρχαῖος ἑλληνισμὸς ἄλλαξε ἕναν ἑαυτὸ κάθε ἄλλο ἀπὸ ἀσήμαντο.

 

Η ΑΡΧΑΙΑ ἑλληνικὴ πνευματικότητα ἀποδεικνύεται ἑνωμένη μὲ τὴν χριστιανικὴ στὴν οὐσιωδέστερη δυνατὴ διάσταση, ὅπως θὰ δοῦμε, ἀλλὰ καὶ στὰ ἴδια τὰ κείμενα τῆς νέας θρησκείας. Ἤδη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βιβλία ἔχουν συντεθεῖ στὸ ἑλληνιστικὸ κλῖμα μαρτυρῶντας ἐπιδράσεις τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἐνῷ μερικὰ ἔχουν γραφεῖ πρωτοτύπως στὰ ἑλληνικά. Ἑλληνικὲς ἐπιδράσεις ἔχουν δεχθεῖ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὴν μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία, οἱ ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ Βυζαντίου μέχρι σήμερα, καὶ οἱ μή–ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὴν μετάφραση αὐτὴ συνήθως ἔφεραν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν γλῶσσα τους καὶ οὕτως ἢ ἄλλως τὴν συνεκτιμοῦσαν. Ἂς ἀναλογισθοῦμε χαρακτηριστικὰ ὅτι “φράσεις ὅπως ‘Θεὸς Ὕψιστος’ ἢ ‘Ἐγώ εἰμι ὁ ὢν’ εἶναι τεκμήρια πλατωνικῶν ἐπιδράσεων. Ὁ ‘Κύριος τῶν δυνάμεων’ ἢ ὁ ‘Παντοκράτωρ’ ἦταν προσωνυμίες τοῦ Ἑρμοῦ”…[2]