“Ἂν ὅμως φροντίσουμε νὰ γνωρίσουμε τί ὑπάρχει στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, τότε θὰ δοῦμε: στὴν ψυχὴ τοῦ ἁγίου τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν κόλαση. Καὶ εἶναι ὠφέλιμο νὰ τὸ γνωρίζουμε αὐτό, γιατὶ [κι ἐμεῖς] θὰ βρεθοῦμε αἰώνια, εἴτε στὴν Βασιλεία εἴτε στὴν κόλαση”.[58]

Σημειώσεις

50 Χριστόδουλος Ἀθηνῶν, Ἑλληνισμὸς προσήλυτος, Ἀθήνα 2004, σ. 23, διευκρινίζοντας ὅτι, ἂν καὶ “διέκριναν τοὺς ἑαυτούς των ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσαν βαρβάρους, οἱ Ἕλληνες εἶχαν τὴν ἔφεση νὰ παίρνουν στοιχεῖα ἀπὸ ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ νὰ τὰ ἐγκολπώνονται, μετατρέποντάς τα, βεβαίως, καὶ δίνοντάς τους ὅλως ἄλλες διαστάσεις. Στὸ φαινόμενο αὐτὸ ἀναφέρθηκαν τόσον ὁ Ἡρόδοτος (1.60) ὅσο καὶ ὁ Πλάτων (Ἐπινομὶς 987d). Ὁ μηχανισμὸς αὐτός, ἡ γνωστὴ interpretatio Graeca, λειτουργοῦσε ὡς δύναμη ἔμπνευσης τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὅσο ὑπῆρχε τὸ σταθερὸ θεμέλιο, ἡ στενὰ δεμένη κοινότητα, καὶ στὴ συνέχεια ἡ πόλις. Ὅταν ὅμως ἡ πόλις ἔχασε τὸν πυρηνικό της χαρακτῆρα, τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἔχασε μὲ τὴ σειρά του τὴν ἱκανότητα νὰ ἐγκολπώνεται ἀναδημιουργῶντας, καὶ βυθίστηκε γρήγορα στὰ τενάγη τοῦ συγκρητισμοῦ” (ὅ.π.)