Ἔτσι γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτὸ πὼς δὲν μποροῦσε νὰ δημιουργεῖ πρόβλημα στοὺς ἀρχαίους τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νέα πίστη συνδεόταν μὲ τὸν ἑβραϊσμὸ ἢ ὅποια ἄλλη παράδοση. Ἂν σήμερα νοιώθουν μερικοὶ ‘ἄβολα’, ὥστε νὰ ζητοῦν ἀκόμη καὶ ἐγκατάλειψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ‘μειωμένοι’ ποὺ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε Ἑβραῖος, αὐτὸ ἀποδεικνύει πὼς δὲν εἶναι περισσότερο ἀλλὰ λιγώτερο Ἕλληνες. Οἱ συνομιλητὲς τοῦ Παύλου δὲν ἐνοχλήθηκαν ἀπὸ τέτοια, ἀντιθέτως: Ἀθηναῖοι πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν τι καινότερον.[55] Ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἱστορικὲς πηγές, κίνδυνος ἐγωλογισμοῦ πάντα ὑπῆρχε, καὶ πάντα ὅποιος ἤθελε νὰ τὸν ἀποφύγει, χρειαζόταν νὰ θυμᾶται ὅτι πρόκειται γιὰ κίνδυνο.

“Οἱ ἄνθρωποι τότε δὲν ἦταν σοφοὶ ὅπως ἐσεῖς οἱ νέοι, ἀλλὰ εἶχαν ἀνοιχτὸ μυαλὸ καὶ τοὺς ἔφτανε νὰ ἀκοῦν ἀκόμα καὶ τὴν δρῦ ἢ τὸν βράχο, ἀρκεῖ νὰ τοὺς ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια. Ὅμως ἐσένα μπορεῖ νὰ σὲ ἐνδιαφέρει ποιὸς μιλάει καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι, ἐπειδὴ δὲν σκέφτεσαι μόνο αὐτό: ἂν ὅσα λέει εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀληθινά”.[56]