Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο:

«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ·
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με».

Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως.

Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.