«Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,
Ῥᾶον σιωπήν. Τῷ πόθῳ δέ, Παρθένε,
Ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Ἐργῶδες ἐστίν. Ἀλλὰ καί, μῆτερ, σθένος,
Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγεῖται ἔθιμον ὑλικῆς ἐνισχύσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, τοῦ συνήθως νεαροῦ ἀναγνώστου τοῦ ἀνωτέρω ποιήματος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην.
Ἐκ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως, ἐξήγαγα συμπεράσματα περὶ τοῦ συμμετρικῶς ἀσυμμέτρου, περὶ τοῦ ὅτι ὀρθότερον γεωμετρικῶς εἶναι τὸ πρακτικῶς μὴ ἀκριβῶς τετράγωνον, περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ῥυθμοῦ σὰν βασικοῦ ἑρμηνευτικοῦ στοιχείου τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς, περὶ τῆς σημασίας τῆς ἐκλογῆς ὅσον γίνεται μικρότερης μονάδος, γιὰ νὰ εἶναι τὸ σύνολο δίκαιο, περὶ τῶν ὁρίων τοῦ προσωπικοῦ καὶ ὅτι τοῦτο μπορεῖ ἐνίοτε νὰ ἐκφραστεῖ καλύτερα διὰ τῆς ἀντιγραφῆς, ὅτι τὸ ὡραῖο, ὅταν ὑπάρχει πρὸς τοῦτο συγκίνηση, μπορεῖ νὰ κομματιαστεῖ καὶ νὰ μεταφερθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν ἑνότητα ποὺ τὸ γέννησε, σὲ ἄλλη καὶ ἄλλη, μέχρι ποὺ νὰ μπορεῖ ἕνας σήμερα νὰ περιβληθεῖ τὴν μυθικὴ ἁλουργίδα τῶν ἐπῶν τοῦ Ὁμήρου καί, ἐνδυμένος τὰ παλαιά, νὰ παρουσιάζεται συγχρονισμένος, πρὸς τὶς πιὸ ἐπίκαιρες φιλοσοφικὲς ἀπόψεις. Ἔφτασα ἔτσι νὰ δικαιώσω τὰ λόγια τῆς μητέρας τῆς μητέρας μου, ὅταν μωρὸ παιδὶ μ΄ἄλλαζε ἐσώρουχα: «ἀλλάζει ὁ Χριστὸς κι΄ἡ Παναγιὰ καὶ τ΄ἀποφόρια τὰ φορεῖ ὁ ἐγγονός μου».