Μπορεῖ, ἐτόνισα, αὐτὸ ποὺ συνήθως ἐννοοῦμε ὡς Ἐκκλησία, τὸ κτήριο ἢ ὁ κοινωνικὸς θεσμός, οἱ πέτρες καὶ ἡ λάσπη ἢ ὁ κάθε ταλαίπωρος θνητὸς ποὺ τὴν ὑπηρετεῖ, ὄχι μονάχα σήμερα, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ μὴν ὑπῆρξαν ἀξιόλογα. Ἐν συνεχείᾳ μάλιστα, πρὸς ἐπίῤῥωση τῶν λεγομένων μου, ἐπρόσθεσα καὶ σχετικὰ ἀνέκδοτα ἀπὸ τὴν Ἀπόκρυφη ἱστορία τοῦ Προκοπίου κι΄ἀπ΄ἄλλους Βυζαντινοὺς Χρονογράφους.

Τὸ ζήτημα ὅμως ἐν τέλει, ὑπογράμμισα, δὲν εἶναι νὰ ἐξετάσουμε, ἄν ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πράττουμε τὸ καλό, παρὰ ἐὰν εἶναι, ναὶ ἢ ὄχι ἀπὸ Θεοῦ καὶ κατὰ συγκατάβαση ἡ Ἐκκλησία μας, ἐν Χριστῷ δωρεά, ὅπως καὶ ἡ ὕπαρξή μας, ἀσχέτως ἄν ἡμεῖς διὰ τοῦ παρόντος βίου τὴν κατασπιλώνουμε.

Συνήθως οἱ ἔννοιες ποὺ διατυπώνουμε, σὰν τὶς ἐξισώσεις τῆς ἄλγεβρας μὲ τὶς πολλὲς πιθανὲς λύσεις, ἀποτελοῦν νεφέλωμα θετικῶν ἢ ἀρνητικῶν διαθέσεων καὶ γι΄αὐτό, ἐπειδὴ στὴν ἔκφρασή μας δὲν ὑπάρχουν συχνὰ σαφὴ ὅρια, ἡ συζήτηση πέρνει ἄλλο δρόμο ἢ διακόπτεται. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τοὺς φίλους τῆς Καβάλας. …

Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο.