Ὁ καπετάν-Θανασός, εὔπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, ἀπολαύων ἤδη τὰ θέλγητρα τῆς ἑστίας, παραχωρήσας τὴν πλοιαρχίαν εἰς τοὺς δυὸ πρεσβυτέρους υἱούς του, κατώκει τὴν μεγάλην σχετικῶς οἰκίαν, μετ᾿ εὐρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εἰς ἣν ἔμελλον νὰ εἰσέλθωσιν ἤδη οἱ δυὸ νέοι.

Μόλις ἀπεῖχον δέκα βήματα τῆς αὐλείου θύρας, καὶ σκιά τις προβαίνει ἐκ τίνος κόγχης τῆς γείτονος οἰκίας, τῆς συνεχομένης μὲ τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας τοῦ καπετᾶν-Θανασοῦ.

Μία χεὶρ ἤρπασε τὸν Σωτῆρον ἀπὸ τοῦ βραχίονος.

Τί θέλεις, μπάρμπα; ἔκραξεν ἔντρομος ὁ νέος. Τὰ λεπτά μας… πάρε τα…

Δὲν θέλω λεπτά, βρὲ ἄτιμε!… ἀπήντησε βραχνὴ καὶ λαρυγγώδης φωνή.

Ὁ Ἀλέκος μετὰ τῆς ράβδου του εἶχε τραπῆ, ἐννοεῖται, εἰς φυγήν.

Ἀλλὰ μόλις ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα, καὶ ἐστάθη ἐνδοιάζων ἂν ἔπρεπε νὰ βάλη φωνὰς ἢ νὰ λάβῃ μᾶλλον λίθους νὰ ρίψῃ κατὰ τοῦ ἐπιδρομέως.

– Στόπ! μωρέ… τῷ ἐφώνει ὁ παράδοξος ἄνθρωπος, ὅταν εἶχε σταματήσει ἤδη.

– Ἄφσέ τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;… ἐφώνει μακρόθεν ὁ Ἀλέκος.

Ὁ ἀλλόκοτος ἄνθρωπος ἐφόρει ἰδιόρρυθμον ὅλως κόκκινον σαρίκιον περὶ τὴν κεφαλήν, ὅπερ ἐτρόμαξε τοὺς δυὸ νέους καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν κατ᾿ ἀρχάς. Οὕτω τοῦ κατέβη τὴν ἑσπέραν ἐκείνην νὰ φορέσῃ τὸ ζωνάρι του σαρίκι. Ἄλλοτε πάλιν εἶχεν ἄλλας ἰδιοτροπίας. Ἐφόρει ταὶς κάλτσαις ὡς χειρόκτια.