Ταῦτα ἐσκέπτετο νὰ πράξη μετὰ τὸ τέλος τῆς ἱερᾶς πομπῆς.

Όταν ὅμως εὑρέθησαν ἤδη πλησίον ἀλλήλων, ὁ Ἀλέκος, ὅστις ἔβλεπε τὴν τσέπην τοῦ μικροῦ μασσαλιωτικοῦ ἐπενδύτου τοῦ Ἐλόγου του κάπως φουσκωμένην, ὑπεψιθύρισε πρὸς τὸν Σωτῆρον:

– Στὴν τσέπη τὸ ἔχει τὸ φέσι του.

Ὁ Σωτῆρος ἐσκέφθη ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ καλλίτερα εὐκαιρία, καὶ ἂς ἔλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι ἐν μέσῳ τόσου κόσμου ὁ Διπλοκαϋμὸς δὲν θὰ ἤνοιγεν ἀμέσως τὸ γράμμα.

Ἐλόγου του ἐκοίταζε προκλητικῶς τὸν Σωτῆρον. Ἐφαίνετο περιμένων ἀκόμη τὸ σημάδι.

Ὁ Σωτῆρος ἐξήγαγε τοῦ κόλπου του τὸν ἐρωτικὸν ἐπιστόλιον, τὸ ἐδίπλωσε μὲ τέχνην, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἔσωθεν, τὸ ἐσκέπασε καλῶς μὲ τὴν παλάμην καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἐλόγου του:

– Νά, πάρε τὴν ἀπάντησι. Δός μου τὸ φέσι μου.

Ἐλόγου του ἤρπασε τὸ ἐπιστόλιον, τὸ ὤθησεν ἀμέσως εἰς τὸ θυλάκιον τοῦ περιστηθίου καὶ τῷ ἔδωκε τὸ φέσι.

Καὶ οὕτως ἔλαβεν ἑκάτερος τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ πράγμα. Ὁ Σωτῆρος τὸ φέσι του, καὶ ὁ Διπλοκαϋμὸς τὴν ἐπιστολήν του.

Μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, τώρα μετὰ τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ, θ᾿ ἀπέπλεεν Ἐλόγου του, καὶ ὁ Σωτῆρος δὲν τὸν ἐφοβεῖτο πλέον.