– Γι᾿ αὐτὸ ἤθελα νὰ τοῦ στείλω τρίχες, γιὰ νὰ κάμη τριχιές, ἀπήντησε μεθ᾿ ἑτοιμότητος ἡ παιδίσκη.
– Μᾶς εἶπεν πῶς τὸν ἀγαπᾶς, εἶπεν πάλιν ὁ Ἀλέκος.
– Πά νὰ χαθῆ! ὁ στερεμένος, ὁ λοχεμένος, ἤρχισε νὰ καταρᾶται τὸ Μπραϊνάκι εἰς τὸ γυναικεῖον ἰδίωμα. Κακὸ χρό ῾νἄχῃ, δυὸ νἆν᾿ οἱ ὥραις του!..
Ἀποτεινομένη δὲ πρὸς τὸν Σωτῆρον ἠρώτησε:
– Τώρα πῶς θὰ πᾶς, ἀρέ, στὴν ἐκκλησιὰ χωρὶς φέσι;
– Στὴν ἐκκλησιὰ θὰ εἶναι χωρὶς φέσι, εἶπεν ὁ Ἀλέκος.
– Νὰ σοῦ φέρω ἕνα παληὸ τοῦ Παναγῆ, σοῦ κάνει τάχα;
Ὁ Σωτῆρος ἀπεποιήθη.
Ἐπέστρεψε τότε καὶ τὸ Γηρακώ. Κανεὶς δὲν ἐπρόσεξεν εἰς τὰς ἀπαντήσεις, τὰς ὁποίας ἐκόμιζε.
– Νὰ σᾶς βγάλω ἀπ᾿ τὴ μικρὴ πόρτα.
Ἐξῆλθον διὰ τοῦ ἰσογείου ἀθορύβως, ἀφοῦ τὸ Μπραϊνάκι ἔσβεσε τὸν λύχνον, καὶ ὁ Σωτῆρος ἐκράτει τὸν φανὸν ὑπὸ τὸ ἐπανωφόρι του. Τοῦτο διὰ νὰ εἶναι ἀπαρατήρητος ἔξωθεν.
Ἡ νέα κόρη ἤνοιξεν ἀψοφητὶ τὴν μικρὰν θύραν τῆς αὐλῆς.
– Ἥσυχα κάμετε, νὰ κοιτάζω, μὴν τὸ πῆρε πονηρὰ ὁ Διπλοκαϋμὸς καὶ κάνει καρτέρι ἀπὸ κάτω.
Οἱ δυὸ δρομίσκοι ἔφερον τῷ ὄντι πρὸς μικρὸν ὄχθον γῆς, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο ἀποτόμως κατωφερὴς χείμαρρος. Περιπατῶν τίς ἐπὶ τοῦ μέρους ἐκείνου ἠδύνατο νὰ ἐπιτηρῆ καὶ τὰς δυὸ θύρας.
Σελ. 1234567891011121314