– Χριστέ μ᾿! Παναγία μ᾿!
Ὁ πατήρ μου, ἔξαλλος ἐκ τρόμου, ἔτρεξε τὸν κατήφορον. Ἐπῆρ᾿ ἓν μονοπάτι πλάγιον· ἔπειτα τὸ ἔχασε, κ᾿ ἔτρεχε μέσα στὰ χωράφια. Ἐπροσπάθει ἀπελπιστικῶς νὰ κόψῃ τὸν δρόμον τῆς φοράδας. Ἐπεθύμει νὰ τρέχῃ, εἰ δυνατόν, παραλλήλως. Ἔμενεν ὀπίσω, εἴκοσι βήματα κατ᾿ ἀρχάς· εἶτα ἑκατόν, εἶτα πεντακόσια βήματα. Ἔτρεχε κάθιδρος, πνευστιῶν, πότε ἐρυθρός, πότε πελιδνός, βλοσυρός, ἔκφρων.
– Βαστάξου, καλά! παιδί μ᾿, βαστάξου!
Ἐγὼ ὀρμεμφύτως ἐκρατούμην ἀπὸ τὰ δυὸ προεξέχοντα παγίδια, οἰονεῖ τὰ κέρατα, τοῦ σάγματος. Καὶ ἡ φοράδα ἔτρεχε τρελή, κ᾿ ἡ τριχιὰ ἐσύρετο κάτω, καὶ δὲν ἔτυχε νὰ πιασθῇ πουθενά, εἰς σχισμάδα ἢ χαμόκλαδον ἢ παλουκοειδὲς ξύλον. Καὶ τὶς ἠξεύρει ἂν θὰ ἦτο διὰ καλὸν ἢ διὰ κακόν, ἂν ἐπιάνετο; Ἢ τὸ σχοινίον θὰ ἐκόπτετο, μὲ τὴν ὁρμὴν τοῦ ἐξηγριωμένου ζῴου, καὶ τότε ἡ μανία του θὰ ηὔξανεν, ἢ τὸ σχοινίον θ᾿ ἀντεῖχε, καὶ τότε ἐγώ, μὲ τὰ ἄτακτα λοξὰ πηδήματα τῆς φοράδας, πιθανὸν νὰ ἐξεσφενδονιζόμην πουθενά, εἰς βράχον ἢ κρημνόν, ἢ ἀκανθώδεις θάμνους καὶ αἰχμηροὺς κορμοὺς κομμένων δένδρων.
Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον τί ἠσθανόμην, ὁ φόβος τὸν ὁποῖον ἐδοκίμαζα, μετεῖχε θελγήτρου τινος, καὶ δὲν μὲ παρέλυε. Μοῦ ἤρεσκε τὸ χοροπήδημα ἐκεῖνο ἐπάνω στὸ σαμάρι, καὶ μ᾿ ἔτερπον καθ᾿ ὑπερβολὴν αἱ ἐναγώνιοι κραυγαὶ τῶν γυναικῶν. Ὁ πατήρ μου, ἔκφρων, ἔτρεχε, φορῶν μόνον τὸ ζωστικόν του, ἀσκεπὴς τὴν κεφαλήν, μὲ τὴν κόμην ἀνεμίζουσαν. Ὤ, ἐπίστευε τάχα ὅτι ἤμην ἄξιος τόσης μερίμνης; K᾿ ἐκολακευόμην ὅτι ἤμην πρᾶγμα πολύτιμον, φεῦ, τῆς πλάνης!