«Τότε τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε ν᾿ ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἔρμο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν καρδιά της. Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ᾿ ἔκλαψε πικρὰ κ᾿ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ᾿ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ᾿ ἐθέριεψαν… καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὕραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς, κ᾿ ἔγινε ἀγυρισιᾶ του… Καὶ τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε κ᾿ ἐξαναῆρθε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἔρμο γιαλὸ κ᾿ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε… κ᾿ ἐπερίμενε, κ᾿ ἐκαρτεροῦσε, κι ἀπάντεχε… Πέρασαν μῆνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυὸ χρόνια, πέρασαν τρία… καὶ τὸ καράβι πουθενὰ δὲν ἐφάνηκε… καὶ τὸ Φλανδρὼ ἔκλαψε, καὶ καταράστηκε τὴν θάλασσα, καὶ τὰ μάτια της ἐστέγνωσαν, καὶ δὲν εἶχε πλιὰ δάκρυ νὰ χύσῃ… καὶ παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες, νὰ τῆς κάμουν τὴ χάρη νὰ γίνῃ κι αὐτὴ εἴδωλο, βράχος, πέτρα… καὶ τὸ ζήτημά της ἔγινε καὶ τὴν ἔκαμαν βράχο ξέρα… μὲ τὸ σκῆμα τ᾿ ἀνθρωπινό, ποὺ τρίβηκε καὶ φθάρηκε ἀπ᾿ τὰ κύματα ὕστερ᾿ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια· καὶ τὸ ἀνθρωπινὸ σκῆμα φαίνεται ἀκόμα· καὶ νὰ ὁ βράχος ἐκεῖ, ἡ πέτρα ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ χτυπᾷ καὶ βογγᾶ ἀπάνω της τὸ κῦμα… κ᾿ ἡ φωνή της, τὸ βογγητό της γίνεται ἕνα με τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας… Νὰ ἡ ξέρα ἐκεῖ. Αὐτή ῾ναι ἡ Φλανδρώ.