Αἱ ἄλλαι ἤκουον μὲ ἀπορίαν. Ἡ γριά-Συρραχίνα ἤρχισε νὰ διηγῆται:
«Στὸν καιρὸ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἦτον μιὰ κόρη ἀρχοντοπούλα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα ἢ Φλανδρώ. Ἡ Φλανδρὼ εἶχε νοματιστῆ ἔτσι -καθὼς μοῦ ῾πε ὁ πνευματικός, ἀπάνω στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο· ὅσο τὸν θυμοῦμαι, μακαρία ἡ ψυχή του. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι, δώδεκα χρονῶ, καὶ μ᾿ ἐπήγε ἡ μάννα μου νὰ ξαγορευτῶ, τῇ Μεγάλῃ Τετράδῃ… τί νὰ ξαγορευτῶ, ἐγὼ τίποτα δὲν ἤξερα, τὰ ξεράματά μου… τὸ τί μόλεε ὁ πνευματικὸς δὲν ἀγροικοῦσα, φωτιὰ ποὺ μ᾿ ἔ!… Τὸ νόημά του δὲν τὸ καταλάβαινα, τὰ λόγια τὰ θυμούμουν κ᾿ ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια… τὸ κορίτσι πρέπει νά ῾ναι φρόνιμο καὶ ντροπαλό, νἄ ῾ναι ὑπάκοο, νὰ μὴν κοιτάζῃ τοὺς νιούς, ν᾿ ἀγαπᾷ τὸν κύρη του καὶ τὴ μαννούλα του· καὶ σὰν μεγαλώση, καὶ δώση ὁ Θιὸς καὶ παντρευτῆ, μὲ τὴν εὐκὴ τῶν γονιῶ της, ἄλλον νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἀπ᾿ τὸν ἄνδρα της.
«Μὄφερε τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων… Οἱ παλιοὶ Ἕλληνες, ποὺ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα… Κεῖνον τὸν καιρὸ ἦτον μιὰ ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρὼ θὰ πῇ Φιλανδρώ. Φιλανδρὼ θὰ πῇ μία ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της. Φλανδρὼ τὴν εἶπαν, Φλανδρὼ βγῆκε. Ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, κ᾿ ἔγινε πέτρα γι᾿ αὐτό. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτον ἕνας καραβοκύρης, ὄμορφο παλληκάρι, κι ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, καὶ τὴν ἐγύρεψε, καὶ τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα. Σὰν τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα, ἐσκάρωσε καινούργιο καράβι· καὶ σὰν ἐσκάρωσε τὸ καράβι, ἔγινε κι ὁ γάμος· καὶ σὰν ἔγινε ὁ γάμος, ἔρριξε τὸ καράβι στὸ γιαλό, κ᾿ ἐμπαρκάρισε κ᾿ ἐπήγε νὰ ταξιδέψῃ.