– Παιδιά μου, κορίτσια μου, ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ ἡ γριά-Συρραχίνα, παλαιὰ καπετάνισσα· μὲ τὸ ραβδάκι της καὶ μὲ τὸ καλαθάκι της στὸ χέρι, μὲ τὰ ὀγδόντα χρόνια στὴν πλάτη της, μπόρεσε κι ἀνέβη τὸν ἀνήφορο καὶ ᾖλθε – διὰ νὰ καμαρώσῃ, ἴσως διὰ τελευταίαν φοράν, τὸ καράβι τοῦ γυιοῦ της ποὺ ἔφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη ἔχει, καὶ πόσο καλὸ ἔκαμε στοὺς θαλασσινοὺς αὐτὸ τὸ ἐκκλησιδάκι τῆς Μεγαλόχαρης;

– Πῶς δὲν τὸ ξέρουμε, εἶπαν αἱ ἄλλαι, ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά της.

– Τὸ ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἁγίασε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριο κῦμα· πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιαλός.

– Γιατί;

– Βλέπετε κεῖνον τὸ βράχο, κάτω στὸ κῦμα, ποῦ ξεχωρίζει ἀπ᾿ τὸ γιαλό;… ποῦ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, μὲ κεφάλι καὶ μὲ στήθια… ποῦ μοιάζει σὰν γυναῖκα; Ἐκείνη εἶναι τὸ Φλανδρώ.

– Ναί, τὸ Φλανδρώ, εἶπεν ἡ ὑπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι ἔχω ἀκουστά μου. Ἐσὺ θὰ τὸ ξέρης καλύτερα, θεία-Φλωροῦ.

– Τὸ βλέπετε κ᾿ εἶναι ξέρα, εἶπεν ἡ Φλωροῦ, ἡ Συρραχίνα· μιὰ φορὰ κ᾿ ἕναν καιρὸ ἦτον ἄνθρωπος.

– Ἄνθρωπος;

– Ἄνθρωπος καθὼς ἐμεῖς. Γυναῖκα.