Τὸν ἄλλον καιρὸν ἤρχοντο, συνήθως τὴν ἄνοιξιν, γυναῖκες ναυτικῶν καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρμένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των. Ὡραῖες κοπέλες μὲ ὑποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, μὲ τραχηλιὲς ψιλοκεντημένες, μὲ τοὺς χυτοὺς βραχίονας καὶ τὰ στήθη τὰ γλαφυρά, ἤρχοντο νὰ ἱκετεύσουν διὰ τ᾿ ἀδελφάκια των ποὺ ἐθαλασσοπνίγοντο δι᾿ αὐτάς, διὰ νὰ τὶς φέρουν προικιὰ ἀπὸ τὴν Πόλιν, στολίδια ἀπὸ τὴν Βενετιᾶν, κειμήλια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. «Πάντα νἄ᾿ρχωνται, πάντα νὰ φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, ποὺ ὤργωναν ἀντὶ τῆς ξηρᾶς τὴν θάλασσαν· φρόνιμα ὅπως τὰ δυὸ ἐκεῖνα τέκνα τῆς ἱερείας τῆς Δήμητρος, τὰ μακαρισθέντα. Νεαραὶ γυναῖκες ρεμβάζουσαι καὶ μητέρες συλλογισμέναι ἤρχοντο διὰ νὰ καθίσουν καὶ ἀγναντέψουν.

Ἅμα εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά, ἢ ὀψιμώτερα, ἀφοῦ εἶχαν περάσει κ᾿ αἱ Ἀπόκρεω, συνήθως περὶ τὴν β΄ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ἀφοῦ εἶχαν γευθῆ πλέον ἀχινοὺς καὶ στρείδια ἀρκετά, οἱ ναυτικοί μας ἐπέβαιναν εἰς τὰ βρίκια, εἰς τὶς σκοῦνες των, κ᾿ ἐμίσευαν· ἐπήγαιναν νὰ ταξιδέψουν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καράβια καὶ γολέτες «ἔδεναν» μεσοῦντος τοῦ φθινοπώρου. Οἱ θαλασσινοί μας ἀγαποῦσαν πολὺ τῆς ἑστίας τὴν θαλπωρήν, τὸν καπνὸν τοῦ μελάθρου, καὶ τὸ θάλπος τῆς ἀγκάλης. Καὶ ὅταν ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις εἰς τὴν γῆν, τότε αὐτοὶ ἐπέστρεφαν εἰς τὴν θάλασσαν.