Ἐσηκώνοντο στὰ πανιὰ τὰ αἰμωδιασμένα καὶ ναρκωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν ρᾳστώνην σκάφη ἀνὰ δυὸ ἢ τρία τὴν αὐτὴν ἡμέραν· καὶ ἡ σκοῦνα ἔφερνε βόλτες εἰς τὸν λιμένα, ἂν ἦτο ἐναντίος, ἢ καὶ οὔριος ἂν ἦτο, ὁ ἄνεμος. Ἡ βάρκα ἐπερίμενε διπλαρωμένη ἔξω εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὁ καπετάνιος δὲν ἐτελείωνε τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς εἰς τὴν οἰκίαν· καὶ ὁ λοστρόμος ἐμάκρυνε τὶς παινετάδες εἰς τὰ καπηλειά. Κ᾿ ἡ βάρκα ἐπερίμενε. Καὶ ὁ μοῦτσος ἔχασκε καθήμενος ἔξω, ἐπάνω στὸ κεφαλόσκαλον. Καὶ ὁ νεαρὸς ναύτης, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὸν μοῦτσον τώρα ἀπὸ τὴν σκοῦνα, ποὺ ἦτον στὰ πανιά, ἐγίνετο ἄφαντος. Δυὸ ἄλλοι σύντροφοι, περασμένοι στὰ χαρτιά, ναυτολογημένοι, ἔλειπαν. Κανεὶς δὲν ἤξευρε ποὺ ἦσαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ὁποὺ ἔφερνε βόλτες-βόλτες, κ᾿ ἐστρέφετο ὡς δεμένον περὶ κέντρον ἀόρατον -τὸ κέντρον ἦτο μέσα εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς ἑστίας τῶν ναυτικῶν- ἄλλος δὲν ἦτο εἰμὴ ὁ πηδαλιοῦχος, ὁ μάγειρος, κ᾿ ἕνας ἐπιβάτης, ξένος κ᾿ ἔρημος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν εἰπεῖ, «τώρα, στὴ στιγμή, νά, τώρα-τώρα θὰ φύγουμε» κ᾿ εἶχε μπαρκάρει, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δώδεκα ὥρας πρίν.