Τότε ἔλαμπον μὲ μεγάλες φωτιὲς τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ἡ γραῖα Μαλαμίτσα, ἡ κλησάρισσα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔβαλλε τὶς φωνές· ἔκανε τὸ κακό… ἐμάλωνε μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Αὐτὴ ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, τὴν ρόκα της, τ᾿ ἀδράχτι της, καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἐπίτηδες, κατὰ παραγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀγγελῆ, τοῦ ἐπιτρόπου… διὰ νὰ μαλώσῃ τὶς γυναῖκες, τὶς εὐλαβητικὲς (ἀλλοίμονον! ἡ εὐλάβειά μας εἶναι γιὰ τὸ συφέρο! ἔλεγε σείουσα τὴν κεφαλήν), νὰ μὴν τὸ παρακάνουν καὶ χύνουν λάδια πολλὰ καὶ καταλαδώνουν τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, καὶ τὰ στασίδια, καὶ τ᾿ ἀναλόγι, καὶ τὰ δυό-τρία παμπάλαια βιβλία ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ τὰ μανάλια καὶ τὸν τοῖχον, καὶ τὸ τέμπλο, καὶ τὶς ποδιές, καὶ αὐτὰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ᾿ οἱ γυναῖκες δὲν τὴν ἄκουαν. Τί χρειάζονται τόσες φωτιές, σὰν πυροφάνια, ἐφώναζεν ἡ γριά-Μαλαμίτσα. Αὐτὴ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν γέροντά της τὸν παπα-Γεράσιμον, ὅτι οἱ φωτιὲς τῶν κανδηλιῶν πρέπει νὰ εἶναι μικρές, τόσες δά, σὰν λαμπυρίδες. Τοῦ κάκου. Κανεὶς δὲν τὴν ἤκουε.

Οἱ ὁρμαθοὶ τῶν γυναικῶν ὁμάδες-ὁμάδες, συγγενολόγια…, διεσπείροντο εἰς μικροὺς ὄχθους, εἰς πτυχὰς τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς θάμνους καὶ χαμόκλαδα, εἰς μέρη ὑψηλὰ καὶ εἰς μέρη ὑπήνεμα· ἤρχοντο μὲ τὰ καλαθάκια τους, μὲ τὰ μαχαιρίδιά τους… διότι πολλαὶ ἐξ αὐτῶν ἠσχολοῦντο νὰ βγάλουν ἀγριολάχανα… μὲ τὰ προγεύματά τους τὰ σαρακοστιανά, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ κανδήλια τῆς Παναγιᾶς, ἀφοῦ εἶχαν κάμει μετάνοιες στρωτὲς πολλές, κ᾿ εἶχαν κολλήσει ἀφιερώματα εἰς τὴν εἰκόνα, κ᾿ εἶχαν χορτάσει τ᾿ αὐτιά τους ἀπὸ τὰς νουθεσίας τῆς γριά-Μαλαμίτσας, ἐστρώνοντο ἐκεῖ εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην κι ἀγνάντευαν κατὰ τὸ πέλαγος.