Οἱ Σχολαστικοὶ ἐπέμειναν ἰδιαίτερα στὴν διαφορὰ βούλησης καὶ νόησης ὡς δυνάμεων μὲ τὶς ὁποῖες ἡ ψυχὴ μεγαλώνει τὴν σχέση της μὲ τὸν Θεό. Ἡ βούληση σχετίζεται μὲ τὰ ἔργα καὶ τὸ εἶναι γιὰ νὰ ἁπλωθεῖ στὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, ἡ νόηση συναντάει τὴν θεία νόηση στὸν ἑαυτό της.
Πρόκειται πάντα γιὰ διαφορὲς προτεραιότητας, ὄχι γιὰ περιφρόνηση ψυχικῶν δυνάμεων ἔναντι ἄλλων, ὅμως ἡ ἱεράρχηση εἶναι σημαντική, γι’ αὐτὸ δύο μεγάλες μοναστικὲς παραδόσεις τὴν ἀνέδειξαν σὲ κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς τους, οἱ Φραγκισκανοὶ προτάσσοντας τὴν βούληση, οἱ Δομηνικανοὶ τὴν νόηση. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἐπέμεινε τόσο στὴν διαφορὰ ὅσο στὴν συνεργασία τῶν δύο, προτάσσοντας τὴν νόηση.
Ἕνας σπουδαῖος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, προϋποθέτοντας τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ζωντανὴ πίστη καὶ τὴν ἐπιδερμικὴ ἀποδοχὴ ὁρισμένων ἰδεῶν, μιὰ προσπάθεια νὰ συμμορφώνεται κατὰ τὸ δυνατὸν ὁ βίος μὲ θρησκευτικὲς ἐπιταγές, στὴν τήρηση ἐθίμων, κ.λπ., ἐξηγεῖ ὅτι ζωντανὴ πίστη, ἡ μόνη ποὺ ἔχει ἀληθινὴ ἀξία, δηλαδὴ διασώζει τὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι μιὰ νοητικὴ κατάσταση χαρισματική, ὅταν ὁ νοῦς ἀντλεῖ τὸ πιὸ οὐσιῶδες περιεχόμενό του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὄχι ὅπως ἀπὸ κάτι ἐξωτερικό.