Ἡ θεμελιώδης ἑνότητα ὑπάρχει συνεχῶς, ἡ ἐπίγνωσή της εἶναι δυνατὸ νὰ ὑποχωρήσει καὶ μαζὶ οἱ συνέπειές της στὸ σύνολο τοῦ βίου, ὑποχώρηση ποὺ ἔχει ἀποκληθεῖ ἁμαρτία καὶ ἀλλοτρίωση, ὑπαρξιακὸ σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου — ὅ,τι ὁ Πλάτων περιέγραφε μὲ τὴν μεταφορὰ τῆς πτώσης τῆς ψυχῆς στὸ χῶμα.

Γίνεται αἰσθητὴ ἡ πτώση; Χωρὶς ἀμφιβολία, ἀρκεῖ νὰ ἔχει ὑπάρξει ὕψωση. Ἂν βιώθηκε ἡ αὐθεντικὴ κατάσταση, ὅταν “ἡ ζωντανὴ πίστη γίνεται αἰσθητὴ ὡς ἐσωτερικὴ ἔμπνευση, ὡς παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέσα μας”, ὅταν ἀκόμα καὶ ἡ ἁπλὴ ἀνάσα, ἡ “φυσικὴ πνοή μας ταυτίζεται κατὰ κάποιον τρόπο μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ φέρουμε μέσα μας” (Τὸ Μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς Ζωῆς, σ. 126), πῶς θὰ πέρναγε ἀπαρατήρητος ὁ τόσο ἀκραῖος ὑποβιβασμός;

Δὲν γίνεται αἰσθητὴ ἡ πτώση, ἂν ὁ ἄνθρωπος συνήθισε στὴ νέα κατάσταση, συνήθεια ποὺ φαίνεται πὼς εἶναι ὁ κανόνας, ἡ διαφυγὴ ἐξαίρεση, κι ἔτσι δὲν ξενίζει πὼς οἱ πολλοὶ ἀπορρίπτουν μὲ περιφρόνηση ὅ,τι δὲν ὑπάγεται στὸν κανόνα τῆς ἀλλοτρίωσης, κατηγορῶντας τοὺς ἴδιους τοὺς ἁγίους καὶ ἀσκητὲς ὅτι ἀντὶ νὰ ‘χαίρονται τὴν ζωή τους’ ἀσχολοῦνται μὲ παραμύθια, τὸ ‘ὅπιο τοῦ λαοῦ’, ἢ θαυμάζουν τὶς ἐξαιρέσεις μὲ θαυμασμὸ χωρὶς συνέπειες, τιμῶντας τοὺς ἁγίους ἀλλὰ ὡς ἐὰν ἡ ἁγιότητα ἦταν μιὰ πνευματικὴ ‘πολυτέλεια’ καὶ ὄχι φυσιολογικὴ κατάσταση γιὰ ὅλους. Οἱ ἔτσι τιμῶντες τοὺς ἁγίους ἀγνοοῦν πὼς ἔχουν ἐπιλέξει νὰ παραμείνουν κάτι λιγώτερο ἀπὸ ἄνθρωποι.