Εἶναι μιὰ ἡδονὴ ἀκό­ρεστος, ποὺ δὲν τὴ βαριέται κανεὶς ποτέ. Εἶναι τὸ ἄκρον ἀγα­θόν.

Μόνο σ’ ἕνα σημεῖο σταματάει ὁ κορεσμός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό.

Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν’ ἀγαπήσει…

Αὐτὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, αὐτὴ τὴν θεία ἀγάπη λαχταροῦν καὶ ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μὲ τὴ θεία μέθη.

Μ’ αὐτὴ τὴν θεία μέθη τὸ μὲν σῶμα μπορεῖ νὰ γη­ράσκει, νὰ παρέρχεται, τὸ πνεῦμα ὅμως νεάζει καὶ ἀνθεῖ…