Ἀν­τιρ­ρή­σεις δι­α­τυ­πώ­νον­ται ἀπὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε, καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου με­τὰ ἀπὸ πολ­λὴ συ­ζή­τη­ση οἱ πι­στοί, ἡ κοι­νὴ γνώ­μη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, συ­νει­δη­το­ποι­οῦν τί θὰ γί­νει ἀ­πο­δε­κτὸ καὶ τί θὰ ἀ­πορ­ρι­φθεῖ. Τὴν κοι­νὴ αὐ­τὴ συ­νεί­δη­ση ἐν­δέ­χε­ται νὰ ἐκ­φρά­σει ὁ κλῆ­ρος καὶ συ­νο­δι­κά, ὅ­μως ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει τὴν ἀ­κο­λου­θεῖ. Ὡς πρὸς τὸ βι­βλι­κὸ κεί­με­νο ἐ­πί­σης, οἱ (μι­κρὲς συ­νή­θως) ἀ­πο­κλί­σεις τῶν ‘κρι­τι­κῶν’ ἐκ­δό­σε­ων μπο­ροῦν νὰ συ­νε­κτι­μῶν­ται καὶ μὲ τὴν πά­ρο­δο τοῦ χρό­νου νὰ ἐν­σω­μα­τώ­νον­ται ἢ ἀ­πορ­ρί­πτον­ται.

Ἔ­χον­τας κατ’ ἀρ­χὴν ἀν­τι­τά­ξει στὴν αὐ­θεν­τί­α τῶν ‘κρι­τι­κῶν’ ἐκ­δό­σε­ων τὴν παραδοσιακὴ συλλογικὴ διάκριση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­πι­στώ­σου­με ὁ­ρι­σμέ­νες συ­νέ­πει­ες, ἀρ­κού­με­νοι ἐδῶ σὲ ἕνα μό­νο πα­ρά­δει­γμα δι­α­φο­ρᾶς, τὴν ὁ­ποία ἐ­πέ­λε­ξα ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­ναι ἐ­που­σι­ώ­δης.

Δι­α­βά­ζου­με στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ματ­θαί­ου (5.22) ὅτι πᾶς ὁ ὀρ­γι­ζό­με­νος τῷ ἀ­δελ­φῷ αὐ­τοῦ εἰ­κῆ ἔ­νο­χος ἔ­σται τῇ κρί­σει. Ἀν­τὶ γι’ αὐ­τὸ ἡ ‘κρι­τι­κὴ’ ἔκ­δο­ση Aland, Black, Martini, Metzger καὶ Wikgren ἀ­φαι­ρεῖ τὸ ἐ­πίρ­ρη­μα — πᾶς ὁ ὀρ­γι­ζό­με­νος ἔ­νο­χος ἔ­σται