Ἀντιρρήσεις διατυπώνονται ἀπὸ ὁποιονδήποτε, καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μετὰ ἀπὸ πολλὴ συζήτηση οἱ πιστοί, ἡ κοινὴ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, συνειδητοποιοῦν τί θὰ γίνει ἀποδεκτὸ καὶ τί θὰ ἀπορριφθεῖ. Τὴν κοινὴ αὐτὴ συνείδηση ἐνδέχεται νὰ ἐκφράσει ὁ κλῆρος καὶ συνοδικά, ὅμως ἐν πάσῃ περιπτώσει τὴν ἀκολουθεῖ. Ὡς πρὸς τὸ βιβλικὸ κείμενο ἐπίσης, οἱ (μικρὲς συνήθως) ἀποκλίσεις τῶν ‘κριτικῶν’ ἐκδόσεων μποροῦν νὰ συνεκτιμῶνται καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου νὰ ἐνσωματώνονται ἢ ἀπορρίπτονται.
Ἔχοντας κατ’ ἀρχὴν ἀντιτάξει στὴν αὐθεντία τῶν ‘κριτικῶν’ ἐκδόσεων τὴν παραδοσιακὴ συλλογικὴ διάκριση τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὁρισμένες συνέπειες, ἀρκούμενοι ἐδῶ σὲ ἕνα μόνο παράδειγμα διαφορᾶς, τὴν ὁποία ἐπέλεξα ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἐπουσιώδης.
Διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου (5.22) ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἡ ‘κριτικὴ’ ἔκδοση Aland, Black, Martini, Metzger καὶ Wikgren ἀφαιρεῖ τὸ ἐπίρρημα — πᾶς ὁ ὀργιζόμενος ἔνοχος ἔσται…
Σελ. 123456789101112