Μετὰ ἀπὸ τόσους διωγμοὺς τῶν χριστιανῶν, μὲ τὴν ἐξουσία τοῦ παγανισμοῦ πλήρη καὶ ἀνεμπόδιστη, πῶς ἔφθασε νὰ γίνει ἐξαίρεση περιθωριακὴ ὁ Ἰουλιανός;
Ἔχει κανεὶς νὰ ἐκτιμήσει δύο πιθανότητες, εἴτε πὼς προέκυψε αἴφνης σειρὰ εὐσεβῶν μετὰ πεποιθήσεως αὐτοκρατόρων, εἴτε πὼς ὑπῆρχαν ἀντικειμενικὰ καὶ πειστικὰ ὁρατὲς ὠφέλειες γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὴν υἱοθέτηση τοῦ χριστιανισμοῦ. Τόσοι αὐτοκράτορες δὲν θὰ ἐγκατέλειπαν τοὺς πατρώους θεοὺς ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος εἶδε ἕνα ὅραμα — θὰ πρέπει νὰ τὸ εἶδαν καὶ οἱ ἴδιοι, καὶ θὰ πρέπει τὸ κοινό τους ὅραμα νὰ περιεῖχε σαφεῖς πολιτικὲς ἀρχὲς καὶ διαστάσεις, πέρα τῆς ὅσης προσωπικῆς εὐσέβειας καθενός.
Ἐξ ὁρισμοῦ ὁ αὐτοκράτορας ἐπιθυμεῖ κράτος, ἐκείνης ἢ τῆς ἄλλης μορφῆς, ἀλλὰ πάντως ὄχι ἀνίσχυρο. Αὐτὸ διαπιστώνεται συνεχῶς, ὅταν ἡγεμόνες εὐσεβεῖς σὲ βαθμὸ κάποτε πατερικῆς θεολογίας, ὅπως ὁ Μανουὴλ Παλαιολόγος, παραμέριζαν τὶς ἀνησυχίες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν ἔπαυαν νὰ εἶναι καὶ προσωπικές τους, προσπαθῶντας νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν συμπαράσταση δυτικῶν ἐθνῶν.
Σελ. 12