Σὲ ἄθεο θὰ πρότεινα νὰ διαβάσει Πλάτωνα. Ἂν οὔτε ὁ Πλάτων δὲν κατόρθωνε νὰ τοῦ δείξει ὅτι ἀθεΐα καὶ ἀνοησία ταυτίζονται, γιατί θὰ περίμενα νὰ βρεῖ ἀπὸ ἀλλοῦ βοήθεια; Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἂν ἡ προβληματικὴ νοημοσύνη του τὸν ἔκανε νὰ περιφρονήσει τὸν Πλάτωνα, τουλάχιστον θὰ τὸν εἶχα γλυτώσει ἀπὸ τὴν περιφρόνηση τοῦ μείζονος, δηλαδὴ τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Πιστοὶ προερχόμενοι ἀπὸ δυτικὲς ἐκφράσεις τοῦ χριστιανισμοῦ ἢ καὶ Ὀρθόδοξοι ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς πίστης τους, πιθανῶς θὰ χρειάζονταν κάποιο βιβλίο ποὺ νὰ συνεκτιμάει (σιωπηλὰ ἔστω) κύριες διαφορὲς Ὀρθοδοξίας καὶ Καθολικισμοῦ ἢ Προτεσταντισμοῦ. Ἕνα τέτοιο βιβλίο εἶναι τοῦ Σμέμαν, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος. Τὸ βιβλίο τοῦ Σμέμαν ἔχει τὸ ἐπιπλέον καλὸ τῆς ἔμφασης στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, τὴν ὁποία τείνει κάπως νὰ περιορίζει στὸν ναό, ἀλλὰ τὴν προσλαμβάνει μὲ οὐσία καὶ καλλιεργεῖ προϋποθέσεις νὰ συνειδητοποιήσει κανεὶς γιὰ τὴν πίστη, ὅτι δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιβραβεύει τὴν ἀτομικὴ ἄσκηση. Γιὰ τὶς καταβολὲς τῆς χριστιανικῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, μπορεῖ κανεὶς νὰ διαβάσει τοὺς Ἀρχαίους Ἕλληνες.