Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα

ΣΥΜΦΩΝΑ μὲ τὸν Ζακυθηνό, “τὰ ὀνόματα χαρακτηρίζουν τὴν θεμελιώδη κρατικὴν καὶ πολιτικὴν θεωρίαν, τῆς ὁποίας οὐδέποτε ἀπέστησαν οἱ Βυζαντινοί, ὅτι δηλαδὴ τὸ κράτος των ἀπετέλει συνέχειαν τοῦ ρωμαϊκοῦ”, ὅμως ἡ συνέχεια βυζαντινοῦ καὶ ρωμαϊκοῦ κράτους ἢ παλαιᾶς καὶ νέας Ρώμης δὲν ἐπιδιώκεται ὡς ἰδεολογικὸ αἴτημα ἀλλὰ συμβαίνει ὡς ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα. Ἐνδεχομένως μελετῶντας γερμανικὰ ἐγχειρίδια περὶ τῆς “ἁγίας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους,” ὁ Ζακυθηνὸς ἀνέπτυξε ἀνοχὲς στὴν πλάνη ὅτι συνέβη μὲ τὸ Βυζάντιο κάτι ἀντίστοιχο τῆς παπογερμανικῆς συμπαιγνίας τοῦ ἔνατου αἰῶνα, ὥστε καὶ τὴν συνέχειά του μὲ τὸ ἀρχαῖο ρωμαϊκὸ κράτος ἀντιμετωπίζει ὡς ‘πολιτικὴ θεωρία,’ ἐνῷ πρόκειται γιὰ ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονός.

Πότε ἡ ἐπικράτεια τῆς παλαιᾶς Ρώμης ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ ἰδιώματα ποὺ χαρακτηρίζουν κυρίως τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης; Σύμφωνα μὲ τὸν Ζακυθηνό, “προτιμοτέρα φαίνεται ἡ χρονολογία 395,” ὁπότε διακρίνονται δύο τμήματα, διότι “ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης τὸ ἀνατολικὸν κράτος ἀπομακρύνεται τῆς Δύσεως καὶ ὁσημέραι προάγεται πρὸς τὰς χαρακτηριστικάς του μορφάς”. Δὲν ὑπάρχει διαφωνία μεταξὺ τῶν ἐρευνητῶν ὅτι κυριώτερη ὅλων μεταμορφωτικὴ δύναμη τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε ὁ ἐκχριστιανισμός. Στὴν δύναμη αὐτὴ προστίθεται ὁ ἐξελληνισμός, ἐφόσον τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἀπετέλεσαν θεμέλιο τῆς παιδείας στὰ βυζαντινὰ χρόνια. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ὀστρογκόρσκυ, στὸν πολιτισμὸ τῆς Νέας Ρώμης συμβάλλουν ὁ ρωμαϊκὸς νόμος, ἡ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη.