Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση πρέπει νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ τελευταία εἶναι προφανῶς τὸ ἀπώτερο τέλος κι ὁ σκοπός της.

Ὁ τρίτος καὶ ἀποφασιστικὸς παράγοντας ἦταν, φυσικά, ἡ ἐπίδραση τῆς Δυτικῆς, Σχολαστικῆς καὶ δικανικῆς κατανόησης τῆς μετανοίας. Ἔχουν πολλὰ γραφεῖ γιὰ τὴν “δυτικὴ ὑποδούλωση” τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς λίγοι ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν τὸ βάθος καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς στρέβλωσης στὴν ὁποία ἡ Δυτικὴ ἐπιρροὴ ὁδήγησε τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν κατανόηση τῶν Μυστηρίων. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Ἡ σοβαρὴ παραμόρφωση ἐδῶ συνίσταται στὴν μετατόπιση τοῦ νοήματος τοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση στὴν στιγμὴ τῆς “ἄφεσης” ποὺ προσλαμβάνεται δικανικά.

Ἡ Δυτικὴ Σχολαστικὴ θεολογία διαχώρισε σὲ δικανικὲς κατηγορίες τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας καί, ἀντίστοιχα, τὴν ἔννοια τῆς ἄφεσης. Ἡ τελευταία πηγάζει ἐδῶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ τὴν αὐθεντικὴ φύση τῆς μετανοίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἱερέως. Ἐὰν γιὰ τὴν ἀρχικὴ ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης ὁ ἱερέας εἶναι ὁ παρευρισκόμενος μάρτυρας τῆς μετανοίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου μάρτυρας τῆς πλήρους “καταλλαγῆς μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ…”, ὁ Λατινικὸς νομικισμὸς ὑπερτονίζει τὴν ἐξουσία τοῦ ἴδιου του ἱερέως νὰ δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν.