Ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν, βέβαια, ὅτι οἱ “πιστοί”, δηλαδὴ οἱ “μὴ ἀφορισμένοι”, θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία κανένα ἀνθρώπινο ὂν δὲν εἶναι ἀναμάρτητο… Κατὰ δεύτερον, ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν συγχώρεση καὶ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας (βλ. τὸν Τρισάγιο Ὕμνο καὶ τὶς δυὸ “Εὐχὲς τῶν πιστῶν”). Τέλος, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε φρονοῦσε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”.

Ἔτσι τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ποὺ καμία συγχωρητικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τὴν ἐπιτύχει. Ἀλλὰ ἡ διάκριση ποὺ πάντοτε γινόταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία ποὺ ἐξορίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴν ἁμαρτωλότητα ποὺ ἀναπόφευκτα συνοδεύει τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπινου ὄντος “ποὺ ζεῖ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐνδύεται σάρκα”.

Θὰ λέγαμε ὅτι μέσα στὴν ἀκολουθία τῆς Λειτουργίας ἡ φθαρεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση μας “ἀναπλάθεται” ὅπως ὁμολογοῦμε στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὴν προσφορὰ τῶν θείων Δώρων. Ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, τὴ στιγμὴ τῆς πρόσληψης τῶν Μυστηρίων, παρακαλοῦμε γιὰ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν “ἑκουσίων τε καὶ ἀκουσίων, ἐν λόγοις ἢ ἔργοις, ἐν γνώσῃ καὶ ἁγνοίᾳ” καὶ ἐμπιστευόμαστε ὅτι, στὸ μέτρο τῆς μετανοίας μας, θὰ λάβουμε αὐτὴ τὴν συγχώρεση.