Ὅλα αὐτὰ βεβαίως σημαίνουν — καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἀρνεῖται — ὅτι ὁ μόνος πραγματικὸς ὅρος γιὰ τὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια εἶναι ἡ μετοχή μας στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μετοχὴ ποὺ ἀντιστρόφως βρίσκει τὴν πληρότητά της μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μυστηρίων. Ἡ Μετάληψη δίνεται πρὸς “ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἴαση ψυχῶν τε καὶ σωμάτων”, πράγμα ποὺ ὑποδηλώνει μὲ σαφήνεια, τί ἄλλο, παρὰ τὴ μετάνοια, τὴ συναίσθηση τῆς πλήρους ἀναξιότητάς μας καὶ τὴ συνείδηση τῆς Κοινωνίας ὡς θείου δώρου ποὺ κανένα ἐπίγειο ὂν δὲν εἶναι “ἄξιο” νὰ λάβει.

Ὅλο τὸ νόημα τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Κοινωνία, ὅπως ὁρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως) δὲν εἶναι νὰ δημιουργήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα τῆς “ἀξιότητας”, ἀντίθετα, σκοπεύει στὸ νὰ δείξει σ’ αὐτὸν τὴν ἄβυσσο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: “Τέκνον μου πνευματικόν, ὁ τῇ ἐμῇ ταπεινότητι ἐξομολογούμενος, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς καὶ ἁμαρτωλὸς οὐκ ἰσχύω ἀφιέναι ἁμάρτημα ἐπὶ τῆς γῆς, εἰ μὴ ὁ Θεός… ὁ συγχωρήσας Δαυΐδ, διὰ Νάθαν τοῦ Προφήτου, τὰ ἴδια ἐξομολογήσαντι ἁμαρτήματα, καὶ Πέτρῳ τὴν ἄρνησιν, κλαύσαντι πικρῶς, καὶ Πόρνῃ δακρυσάσῃ ἐπὶ τοὺς αὐτοῦ πόδας, καὶ Τελώνῃ καὶ Ἀσώτῳ, αὐτὸς ὁ Θεός, συγχωρῆσαι σοὶ δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, καὶ ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῷ Βήματι”.