Στὰ Βυζαντινὰ μοναστικὰ τυπικὰ τοῦ 7ου–8ου αἰῶνα οἱ μοναχοὶ ἀπαγορεύεται νὰ ἀποφασίζουν μόνοι τους γιὰ τὴν προσέλευση ἢ τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, χωρὶς δηλαδὴ τὴ συγκατάθεση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, καθὼς “ἡ ἐξαίρεση ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν Κοινωνία εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἰδίου θελήματος”. Στὶς γυναικεῖες μονὲς παρόμοια ἄδεια ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμένη.

Παρατηροῦμε, λοιπόν, πὼς ἡ ἐξομολόγηση ἐδῶ εἶναι μή-μυστηριακοῦ τύπου καὶ βασίζεται στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν διαρκῆ καθοδήγηση. Ὡστόσο, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πρακτικὴ ἔχει ἔντονο ἀντίκτυπο στὸ καθαυτὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης. Στὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς παρακμῆς (τῆς ὁποίας τὴν ἀληθινὴ ἔκταση καὶ σημασία ἀνακαλύπτει κανεὶς μέσα στοὺς κανόνες τῆς λεγομένης Συνόδου τοῦ Τρούλου τοῦ 6ου αἰῶνα), τὰ μοναστήρια παρέμειναν τὰ κέντρα τῆς πνευματικῆς μέριμνας καὶ νουθεσίας τῶν λαϊκῶν…

Ὁ λαὸς μὲ φυσικὸ τρόπο ταύτισε αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης μὲ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση. Θὰ πρέπει, ὡστόσο, νὰ τονίσουμε ὅτι τὴν ἱκανότητα τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης δὲν διαθέτει ὁ κάθε ἐνοριακὸς ἱερέας, ἀφοῦ αὐτὴ προϋποθέτει βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ “καθοδήγηση” μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, καὶ στὴν πραγματικότητα συχνὰ ὁδηγεῖ, σὲ ἀληθινὲς πνευματικὲς τραγωδίες. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας συνδέθηκε κατὰ μία ἔννοια μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, τὴν ἐπίλυση “δυσκολιῶν” καὶ “προβλημάτων”, κατ’ ἐπέκταση στὴν παροῦσα ἐνοριακὴ ζωὴ ταυτίστηκε μὲ τὶς “μαζικὲς” ὀλιγόλεπτες ἐξομολογήσεις ποὺ ἑστιάζονται κυρίως στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅπου ἡ ὅποια νουθεσία καὶ ἀνέφικτη γίνεται, ἀλλὰ καὶ εἶναι πιθανὸ ὅτι φέρει περισσότερη βλάβη παρὰ ὄφελος.