Καὶ τελικά, ἀνάλογα διαστρέφεται καὶ ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Παραποιημένη σὲ ὑποχρεωτικὴ προϋπόθεση τῆς Μετάληψης, ἀρχίζει ὅλο καὶ πιὸ φανερὰ νὰ ὑποκαθιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἑτοιμότητα γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ μετάνοια, αὐτὴ ποὺ ἔχει ἐμπνεύσει ὅλες τὶς εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας.
Ὕστερα ἀπὸ μία τρίλεπτη ἐξομολόγηση καὶ συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται πλέον “δικαιοῦχος” τοῦ μυστηρίου, “ἄξιος”, ἴσως καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, αἰσθάνεται μὲ ἄλλα λόγια τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια!
Μὲ ποιὸ τρόπο λοιπὸν μία τέτοια πρακτικὴ ἐμφανίστηκε καὶ καθιερώθηκε, ὥστε σήμερα πολλοὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται ὡς τὴν πλέον ὀρθόδοξη; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας τρεῖς παράγοντες: Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸν ἕνα: Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χλιαρὴ προσέγγιση τῆς πίστης καὶ τῆς εὐσέβειας ἀπὸ τὴν ἴδια τη χριστιανικὴ κοινότητα, ποὺ ὁδήγησε ἀρχικὰ στὴν σπάνια Μετάληψη καὶ τελικὰ στὸν ὑποβιβασμό της σὲ ἅπαξ τοῦ ἔτους “ὑποχρέωση”…
Ὁ δεύτερος παράγοντας εἶναι ἡ ἐπιρροὴ τῆς μοναστικῆς πρακτικῆς, ποὺ βέβαια στὸ σύνολό της εἶναι ἰδιαίτερα εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ μοναχοὶ λοιπόν, γνώριζαν καὶ ἀσκοῦσαν ἐξ’ ἀρχῆς τὴν πρακτικὴ τῆς “ἔκθεσης τῶν λογισμῶν” καὶ τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τῶν ἀπείρων ἀπὸ τὸν πιὸ ἔμπειρο τῆς κοινότητας. Ἀλλὰ — κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιῶδες — αὐτὸς ὁ πνευματικὸς πατέρας ἢ “γέροντας” δὲν ἦταν ἀπαραίτητα ἱερέας ἀφοῦ ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση συνδεόταν μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι τὴν ἱεροσύνη.
Σελ. 12345678910