“κάποτε εἶχα πεθάνει γιὰ λίγο. Εἶχα πάει στὸν ἄλλο κόσμο. Εἶδα τὶς ὀμορφιὲς ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ. Δὲν ἤθελα νὰ φύγω· στενοχωρέθηκα ποὺ γύρισα πίσω…” (Τὸ Μυστικὸ εἶναι ἡ Εὐχαριστία, σ. 170).
Ὁ λόγος τοῦ Ντράγιερ τελειώνοντας ἀποκαλύπτει γιὰ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας του ὅτι ριζώνει στὴν ἄγρια λαχτάρα γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή, μὲ τὸν Θεὸ νὰ ἀπομακρύνεται, ὑπερβατικὴ πηγὴ ἐντολῶν καὶ βιοτικῆς ἰσχύος, τίποτα πράγματι περισσότερο ἀπὸ ἄκρως ἰσχυρὸ ἐργαλεῖο.
Καὶ στὴν Ὀρθοδοξία ἐλάχιστα ἀπασχολεῖ ὁ Χριστὸς τοὺς ἴδιους τοὺς θρησκευόμενους, ὅσο ἀκόμη δὲν ἔνοιωσαν τοὺς περιορισμοὺς τῆς δύναμής τους.