Οἱ πάντες στὴν ἀνίχνευση τοῦ Ντράγιερ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ τὴ θρησκεία, ἔστω χλιαρή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει καὶ τὴν πιθανότητα μιᾶς ἀξίας στὴν πίστη, ἀλλὰ τόσο ἀνίκανος γιὰ τὸ παραμικρὸ ἴχνος χυδαιότητας καὶ κακίας, ὥστε ἡ Ἴνγκερ δὲν διστάζει νὰ τὸν βεβαιώσει μὲ τὸν πιὸ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι θὰ ἀποκτήσει πίστη ἀργὰ ἢ γρήγορα, πρόβλεψη ποὺ ὁ ἴδιος μὲ κανένα τρόπο καὶ σὲ κανένα βαθμὸ δὲν ἀποκρούει, πραγματοποιεῖται δὲ μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς Ἴνγκερ.
Ὁ Ντράγιερ παρακάμπτει τὴν κοινωνία στὸν βαθμὸ τῆς ἀδιαφορίας της γιὰ τὸν Λόγο, συγκεντρώνοντας τὴν προσοχή του στὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση παραμένει τοὐλάχιστον πιθανή, ἔχοντας ἤδη ἀποκτήσει μιὰ ἔκφραση, ἔστω ἔμμεση.