Ἐφόσον ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, βρίσκονται ὅλα πέρα ἀπὸ δυσκολία καὶ εὐκολία.

Τὸ σπάνιο δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ λιγώτερο ἁπλὸ ἢ περισσότερο θαυμαστὸ ἀπὸ τὸ θαῦμα ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ στὶς πιὸ καθημερινὲς ἐκδηλώσεις.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἐπιμένει στὸ ἰδίωμα τῆς ἁπαλότητας, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν ὑγιῆ πνευματικὸ ἀγῶνα — χωρὶς πίεση, χωρὶς σφίξιμο, ἥσυχα καὶ μυστικά, ἀβίαστα καὶ ἐλεύθερα (βλ. Τὸ Μυστικὸ εἶναι ἡ Εὐχαριστία, σελ. 46, 72, 76, 100, 107, 116, κ.ἀ.)

Ἁπαλότητα καὶ εὐγένεια δὲν λείπει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ντράγιερ, ἀλλὰ ἴσως μοιάζει νοθευμένη ἢ ἑτοιμόρροπη, ἐπειδὴ στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ταινίας περιφέρεται νοσηρὰ ὁ Ἰωάννης, θλιβερὸ κακέκτυπο τοῦ Ἰησοῦ.

Μειονεξία ὅμως ἢ ‘νοθεία’ πραγματικὴ ὑπάρχει ἀλλοῦ, καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκρουστική, στὴ ‘μεταμόρφωση’ τῆς Ἴνγκερ, ἡ ὁποία ἐπιστρέφει στὸν βίο μὲ σχεδὸν βαμπιρικὴ ὁρμή.

Κοινὸς τόπος γιὰ ὅσους ἔζησαν, ἔστω πολὺ σύντομη, μιὰ μετάβαση στὴν ἄλλη ζωή, ὅτι μόνο χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση δὲν συνοδεύει τὴν ἐπιστροφὴ ἐδῶ.

Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ Συμεὼν θρηνεῖ ἀπροκάλυπτα,