Ἐπικρίνοντας τὴ χλιαρὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωάννης ἀπευθύνεται σὲ ὧτα ἀκουόντων, δὲν συμμετέχει στὴν ματαιότητα, ἔστω ἀντιτιθέμενος.
Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἴνγκερ δημιουργεῖ ἔκπληξη μικρότερη ἀπ’ ὅποια ἴσως ἀνέμενε κανείς, συμβαίνει ὅπως κάτι ἱερὸ καὶ ὑψηλό, ὄχι ὅμως ἀναπάντεχο ριζικά, γι’ αὐτὸ ἐκφράζεται χωρὶς δραματικὴ ὑπερβολή, μὲ ἁπλότητα ποὺ ἐνισχύει καὶ ἡ νηφάλια παρουσία τῆς κόρης, βέβαιης ὅτι ὁ θεῖος της θὰ κάνει τὸ θαῦμα καὶ ἡ μητέρα της θὰ ‘ξυπνήσει’ ὅπως κάθε πρωί.
Ἐφόσον ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό, βρίσκονται ὅλα πέρα ἀπὸ δυσκολία καὶ εὐκολία.