πάλι μ’ ἔβαλε νὰ ζῶ καὶ νὰ εἶμαι / μ’ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι, / ἐμένα, ποὺ εἶχα ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ σκοτάδια, / σὲ κάθειρξη μαζί τους, / μ’ αὐτοὺς ποὖναι στὸ βάλτο…” (Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων, σ. 86), κι ἔτσι ὁ Πορφύριος:
“κάποτε εἶχα πεθάνει γιὰ λίγο. Εἶχα πάει στὸν ἄλλο κόσμο. Εἶδα τὶς ὀμορφιὲς ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ. Δὲν ἤθελα νὰ φύγω· στενοχωρέθηκα ποὺ γύρισα πίσω…” (Τὸ Μυστικὸ εἶναι ἡ Εὐχαριστία, σ. 170).
Ὁ λόγος τοῦ Ντράγιερ τελειώνοντας ἀποκαλύπτει γιὰ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας του ὅτι ριζώνει στὴν ἄγρια λαχτάρα γι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ζωή, μὲ τὸν Θεὸ νὰ ἀπομακρύνεται, ὑπερβατικὴ πηγὴ ἐντολῶν καὶ βιοτικῆς ἰσχύος, τίποτα πράγματι περισσότερο ἀπὸ ἄκρως ἰσχυρὸ ἐργαλεῖο.
Καὶ στὴν Ὀρθοδοξία ἐλάχιστα ἀπασχολεῖ ὁ Χριστὸς τοὺς ἴδιους τοὺς θρησκευόμενους, ὅσο ἀκόμη δὲν ἔνοιωσαν τοὺς περιορισμοὺς τῆς δύναμής τους.
Ὁ Ντράγιερ δὲν ἐκπροσωπεῖ πολιτισμικὲς ἢ ἐθνοφυλετικὲς διαφορές, φαίνεται ὅτι πράγματι μόνη διαφορὰ ποὺ ἰσχύει ἐδῶ εἶναι ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ διαχωρισμὸς ἀνάμεσα στὸ κράτος τῆς χαμέρπειας καὶ τὴν ἐξαίρεση μιᾶς ὑψηλότερης συνείδησης, ὅτι οἱ πάντες καλοῦνται, λίγοι ἐνδιαφέρονται πραγματικὰ καὶ ἀποκρίνονται στὸ κάλεσμα (Ματ. 22, 14).