Ἡ ταινία δὲν ἐπινοεῖ κάτι ἀνύπαρκτο, σχολιάζει ὑπαρκτὲς περιπτώσεις, γιὰ τὴ φύση τῶν ὁποίων οἱ Πατέρες εἰδοποιοῦν ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανοσύνης.

Προστατεύει ἀπὸ περιττὴ ταλαιπωρία ὁ θεσμὸς τοῦ Γέροντα, ἐν γένει ἀπὼν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, ὅπου ὁ πιστὸς ἀφήνεται στὴ μεγαλύτερη δυνατὴ ἀμεσότητα τῆς θείας πρόνοιας ἀπροσδιόριστης, μὲ τὸν πραγματικὸ κίνδυνο ὅμως νὰ μὴν εἶναι οὔτε μεγαλύτερος οὔτε μικρότερος.

Ὁ Ντράγιερ χρησιμοποιεῖ τὴν εἰρωνία, γιὰ παράδειγμα ὅταν ὁ γιατρὸς κομπάζει μὲ ἀφορμὴ τὴ θεραπεία τῆς Ἴνγκερ, ἀγνοῶντας πὼς ἡ ἀσθενής του ἤδη πέθαινε.

Ἔτσι μεγαλώνει τὸ δραματικὸ στοιχεῖο, ἀλλὰ κυρίως φανερώνεται ὅτι τὰ πράγματα μᾶς ὑπερβαίνουν, ὁ Λόγος εἶναι πιὸ ἕτοιμος καὶ πιὸ γρήγορος γιὰ μᾶς ἀπ’ ὅσο ἐμεῖς γιὰ Ἐκεῖνον.

Καταλυτικὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅλων ὁ θάνατος τῆς Ἴνγκερ.

Καταλαβαίνοντας ἐπιτέλους ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ φέρει στὴ ζωή, ὁ Ἰωάννης χωρίζεται ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ὑπερεντείνοντας τὴν ὕψωση σὲ ἕνα κίνδυνο ποὺ ἡ ταινία δὲν καταγράφει, ἀπ’ ὅπου ἐπιστρέφει στὴν κυριολεξία καὶ δυνατότητα νὰ ἐπικαλεστεῖ τὴν δύναμη τοῦ Λόγου.