Οἱ πάντες στὴν ἀνίχνευση τοῦ Ντράγιερ ἔχουν ἐπαφὴ μὲ τὴ θρησκεία, ἔστω χλιαρή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει καὶ τὴν πιθανότητα μιᾶς ἀξίας στὴν πίστη, ἀλλὰ τόσο ἀνίκανος γιὰ τὸ παραμικρὸ ἴχνος χυδαιότητας καὶ κακίας, ὥστε ἡ Ἴνγκερ δὲν διστάζει νὰ τὸν βεβαιώσει μὲ τὸν πιὸ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι θὰ ἀποκτήσει πίστη ἀργὰ ἢ γρήγορα, πρόβλεψη ποὺ ὁ ἴδιος μὲ κανένα τρόπο καὶ σὲ κανένα βαθμὸ δὲν ἀποκρούει, πραγματοποιεῖται δὲ μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς Ἴνγκερ.

Ὁ Ντράγιερ παρακάμπτει τὴν κοινωνία στὸν βαθμὸ τῆς ἀδιαφορίας της γιὰ τὸν Λόγο, συγκεντρώνοντας τὴν προσοχή του στὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση παραμένει τοὐλάχιστον πιθανή, ἔχοντας ἤδη ἀποκτήσει μιὰ ἔκφραση, ἔστω ἔμμεση.

Ἐπικρίνοντας τὴ χλιαρὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ὁ Ἰωάννης ἀπευθύνεται σὲ ὧτα ἀκουόντων, δὲν συμμετέχει στὴν ματαιότητα, ἔστω ἀντιτιθέμενος.

Ἡ ἀνάσταση τῆς Ἴνγκερ δημιουργεῖ ἔκπληξη μικρότερη ἀπ’ ὅποια ἴσως ἀνέμενε κανείς, συμβαίνει ὅπως κάτι ἱερὸ καὶ ὑψηλό, ὄχι ὅμως ἀναπάντεχο ριζικά, γι’ αὐτὸ ἐκφράζεται χωρὶς δραματικὴ ὑπερβολή, μὲ ἁπλότητα ποὺ ἐνισχύει καὶ ἡ νηφάλια παρουσία τῆς κόρης, βέβαιης ὅτι ὁ θεῖος της θὰ κάνει τὸ θαῦμα καὶ ἡ μητέρα της θὰ ‘ξυπνήσει’ ὅπως κάθε πρωί.