Μειονεξία ὅμως ἢ ‘νοθεία’ πραγματικὴ ὑπάρχει ἀλλοῦ, καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκρουστική, στὴ ‘μεταμόρφωση’ τῆς Ἴνγκερ, ἡ ὁποία ἐπιστρέφει στὸν βίο μὲ σχεδὸν βαμπιρικὴ ὁρμή.

Κοινὸς τόπος γιὰ ὅσους ἔζησαν, ἔστω πολὺ σύντομη, μιὰ μετάβαση στὴν ἄλλη ζωή, ὅτι μόνο χαρὰ καὶ ἱκανοποίηση δὲν συνοδεύει τὴν ἐπιστροφὴ ἐδῶ.

Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ὁ Συμεὼν θρηνεῖ ἀπροκάλυπτα,

πάλι μ’ ἔβαλε νὰ ζῶ καὶ νὰ εἶμαι / μ’ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι, / ἐμένα, ποὺ εἶχα ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ σκοτάδια, / σὲ κάθειρξη μαζί τους, / μ’ αὐτοὺς ποὖναι στὸ βάλτο…” (Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων, σ. 86), κι ἔτσι ὁ Πορφύριος: