Ἐδῶ ἐντάσσεται ἡ περίπτωση τοῦ λύκου ποὺ ἔγινε ἀρνάκι.

Ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα τῆς ἀλλαγῆς, καὶ ἔχοντας ζήσει τὴν δυνατότητα αὐτὴ ὁ ὑπομονετικὸς σύζυγος συμπαραστάθηκε. Δὲν συμπαρίστασαι στὸν βρόντο. Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο δὲν σχετίστηκε μὲ τοὺς βασανιστές του, ἀλλὰ δὲν ἀπάντησε κἂν σὲ ἕνα ἐρώτημα, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ζήτησε νὰ μάθει “ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια”, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι δὲν ἐνδιαφερόταν πραγματικὰ γιὰ τὴν ἀπάντηση. Ἡ ἁπλὴ ἀπουσία ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν ἀλήθεια, οὔτε κἂν ἡ ἀγριότητα τοῦ κακοποιοῦ, ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνει.

Οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε ἀρνάκι, τὸ κατόρθωσε χάρη στὴν σύζυγό του. Ἂν ἦταν ἔτσι, οἱ πάντες θὰ ἄλλαζαν, γιατὶ ἀπὸ κανέναν δὲν θὰ ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ στερήσει τὴν χάρη ποὺ θὰ ἀπαιτοῦσε ἡ “μεταμόρφωσή” τους. Ἄλλαξε ἐπειδὴ τὸ ἤθελε ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοήθησε καὶ μέσῳ τῆς συζύγου του καὶ μέσῳ ὅλων τῶν ἄλλων ποὺ τοῦ ἔστειλε.

Ἑπομένως ἐδῶ ὅλα κρίνονται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη πραγματικῆς ἑνότητας, νὰ μὴν ἐκτίθεται ὁ σύζυγος στὴν κακοποίησή του ἐπειδὴ τάχα “αὐτὸ λέει ἡ Ἐκκλησία”, ἢ γιατὶ δῆθεν “ὁ γάμος εἶναι ἀκατάλυτος”, ἢ νομίζοντας πὼς ἀκολουθεῖ “τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ”, ἀλλὰ νὰ ἐπιμένει ἐπειδὴ τὸ θέλει, ἐπειδὴ πιστεύει στὴν σχέση ποὺ ὑπῆρξε, ὄχι ἐπειδὴ “δὲν εἶναι σωστὸ” νὰ διακόψει. Τότε ἀντλεῖ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλο, καὶ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν “τάξη”. Διαφορετικὰ θὰ μαραζώσει.