Μιὰ δεύτερη ἀφορμὴ δίνει ἡ τεκνοποιΐα, ἡ ὁποία φυσικὰ ἐνδέχεται νὰ μὴ συμβεῖ, χωρὶς αὐτὸ νὰ μειώνει τὴ σχέση τοῦ ζευγαριοῦ στὸ παραμικρό.

Καὶ ἐδῶ χρειάζεται ἡ μεγαλύτερη προσοχή: ἕνα ζευγάρι ποὺ ἀρνεῖται νὰ διανοηθεῖ τὴν σχέση του χωρὶς παιδιὰ ἢ ποὺ δὲν παντρεύεται παρὰ μόνο ἢ κυρίως γιὰ χάρη τῶν παιδιῶν, δὲν συνάπτει γάμο. Ἂς χαρακτηρίσει καθένας ὅπως νομίζει τὴν σχέση αὐτή, γάμος πάντως δὲν εἶναι.

Ὁ γάμος θεμελιώνεται πρωταρχικὰ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλο. Δὲν ἔχει τὴν ἀρχή του ὄχι μόνο στὴν ἀνατροφὴ παιδιῶν, ἀλλὰ οὔτε κἂν στὴν σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία προκύπτει ὡς φυσιολογικὴ τελειοποίηση ὁποιασδήποτε γνήσιας σχέσης, γαμήλιας ἢ μή, χωρὶς νὰ εἶναι προγραμματικὸ καθῆκον: ὁ γάμος ἀρχίζει ὡς αὐτοσκοπός, ἔχει τὴν αἰτία του στὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν ἄλλο.

Ποιός γάμος δὲν εἶναι γνήσιος;

Σύμφωνα μὲ ὅ,τι εἰπώθηκε, στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει γνήσια ἐπιθυμία γιὰ τὸν ἄλλο, στὸν ἴδιο βαθμὸ δὲν ὑπάρχει γάμος, καὶ τότε εἶναι φυσικὸ νὰ ἐμφανίζονται ἀντίθετες πραγματικότητες, δηλαδὴ κακοποιήσεις, ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον, ὑπαγωγὴ τῆς σχέσης σὲ ἐξωτερικὲς συνθῆκες (“τί θὰ πεῖ ἡ κοινωνία”), ἀπουσία αὐθορμητισμοῦ, καταπιέσεις, συγκρούσεις, ἀσυνεννοησία, κτὅ.