Ξαφνικὰ ὁ Σκροῦτζ ἔκοψε τὴν κουβέντα του ἀπότομα.
«Τί σοῦ συμβαίνει;» τὸν ρώτησε τὸ Πνεῦμα. «Μήπως ἔγινε κάτι ποὺ σὲ τάραξε;».
«Ὄχι, τίποτα… Νά, θὰ ἤθελα μόνο νὰ ἔχω πεῖ κάτι στὸν κλητήρα μου».
Ἡ σκηνὴ ἄλλαξε. Τώρα ὁ Σκροῦτζ ἦταν πλέον ὥριμος ἄντρας. Καὶ μία νέα γυναίκα ἐγκατέλειπε τὸ σπίτι. Ἔκλαιγε ἡ καημένη, βουβά. Γύρισε καὶ τοῦ εἶπε:
«Κάποτε ἤμασταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐτυχισμένοι. Τώρα σὲ κυβερνᾶ τὸ πάθος σου γιὰ τὸ χρῆμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δὲν ἄλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ὁ Σκροῦτζ.
«Ἐγὼ ἔμεινα ἡ ἴδια. Ἐσὺ ὅμως ἄλλαξες. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ παντρευτῶ. Σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία στὴ σταδιοδρομία ποὺ διάλεξες».
Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἡ γυναίκα βγῆκε στὸ δρόμο, ἐνῶ ὁ ἄντρας δὲ δοκίμασε νὰ τὴ σταματήσει.
«Πνεῦμα», φώναξε ὁ γέρο-Σκροῦτζ, «σταμάτα νὰ μὲ βασανίζεις, θέλω νὰ γυρίσω στὸ σπίτι. Δὲν ἀντέχω τὶς δυσάρεστες ἀναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμὴ πέρασαν χρόνια. Καὶ ξαναεῖδαν τὴ νέα γυναίκα. Τώρα γελοῦσε τρισευτυχισμένη με τὴν κόρη της. Σὲ διαφορετικὲς περιστάσεις θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ παιδὶ τοῦ Σκροῦτζ. Ὁ πατέρας μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ἡ μικρὴ ἔτρεξε καὶ τὸν φίλησε. Ἀγκαλιάστηκαν καὶ οἱ τρεῖς ἐμπρὸς στὸ ἀναμμένο τζάκι.
Σελ. 123456789101112131415161718192021