Ἐκ τῆς φωνῆς ὅμως τὸν ἀνεγνώρισαν παρευθὺς καὶ οἱ δυό. Ἦτο «Ἐλόγου του».

Τοιοῦτον ἔφερε σκωπτικὸν ἐπίθετον ὁ εἰκοσαέτης νέος Μανουὴλ Προυσαλῆς, ἐθελόκομψος ἀντιπαθητικὸς ἐργολάβος εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, ὅπου πᾶς ἄνθρωπος πρὸς τῷ οἰκογενειακῷ ὀνόματι, ὅπερ μόνον εἰς τοὺς ἐπισήμους καταλόγους τῆς δημαρχίας ἀπαντᾶται, προικίζεται τουλάχιστον μὲ δυὸ ἢ τρία προσωνύμια.

– Δὲν θέλω τὰ λεπτά σου, βρέ… ἐπανέλαβεν Ἐλόγου του, στρίβων ὑπερηφάνως τὸν μικρὸν πυρρὸν μύστακά του… Μὴ φοβᾶσαι, ἄκουσε… νά, τί θέλω.

Καὶ τῷ ἔτεινε μικρὸν ἐπιστόλιον, ἐντὸς χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.

– Νὰ τὸ δώσῃς, ἐπάνω ποὺ θὰ πᾶς, εἶπε. – Τίνος νὰ τὸ δώσω;

– Στὸ Μπραϊνάκι, βρέ… δὲν ξέρεις ποὺ μ᾿ ἀγαπάει;

– Ἀλήθεια; εἶπε μετὰ προσποιητοῦ θαυμασμοῦ ὁ Ἀλέκος, ὅστις εἶχε πλησιάσει ἐν τῷ μεταξύ.

– Σένα δὲν σοῦ μιλῶ, εἶπεν αὐστηρῶς Ἐλόγου του.

– Καλά, τὸ δίνω, ἀπήντησεν ὁ Σωτῆρος εὐχαριστημένος διότι θὰ ἐγλύτωνε.

– Μὰ θέλω νὰ μοῦ φέρῃς καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ἐλόγου του.

– Τί σημάδι;

– Αὐτὴ ξέρει.

Καὶ ἐπανέλαβε:

-Τὸ διαβάσῃ δὲν τὸ διαβάσῃ, θέλω νὰ μοῦ φέρῃς σημάδι ἀπόψε.

Καλά.

Κρατῶ ἀμανάτι τὸ φέσι σου, καὶ σὲ περιμένω ἐδῶ τριγύρω. Ἀκοῦς;