Ἡ περιφρόνηση τῆς ὕπαρξης, ἡ ἀναισθησία γιὰ τὸν Λόγο της, ἀποτρέπει κάθε δυνατὴ σχέση οὐσίας, σημαίνει γενικὴ ὑποχώρηση στὸ ἀσήμαντο, ὅπου ἔχουν τὴν ἀρχή τους οἱ ὑποκρισίες, τάχα ‘ἐπιεικεῖς’ ὑποχωρήσεις, οἱ μικρὲς ἀπαιτήσεις, ἡ χυδαιότητα, κυνήγι τῆς δόξας καὶ τοῦ πλούτου, ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀναρρίχηση, ἡ ἀποθέωση τῆς ἐφήμερης γνώσης, συμβατικότητα, θράσος, κυνισμός…, ὅλη ἡ μικρότητα καὶ ματαιότητα στὴν ὁποία παραδίδει τὸν βίο του ὁ στερούμενος πνευματικῆς νοημοσύνης.

Στὴν ἐπίγνωση τέτοιας ἀποτυχίας, καὶ ἔστω μόνο τῆς δυνατότητάς της, γεννιέται ἡ ἀγωνία ποὺ δοκιμάζει καὶ τελειοποιεῖ, ταυτόχρονα προστατεύοντας ἀπὸ ὑποχωρήσεις στὶς εὐτελεῖς ἀγωνίες τῆς ἐπιβίωσης, καταξίωσης, κλπ. Ἡ ἀπουσία πνευματικῆς ἀγωνίας ἀποδεικνύει πὼς ἡ ψυχὴ κατόρθωσε νὰ παραδοθεῖ στὴν εὐτέλεια, μὲ ὅριο τὴν ἀπόλυτη παράνοια.

Ὅτι ὁ εὐτελὴς συνήθως περηφανεύεται γιὰ τὴν ἴδια τὴν μικρότητα, χάρη στὴν ὁποία ἀπορροφᾶται ἀπὸ δόξες καὶ τρόμους ποὺ καταλαβαίνουν οἱ ὅμοιοί του, δὲν εἶναι παράδοξο, ἀντιθέτως, ἀνήκει στὴν πραγμάτωση τοῦ χαρακτῆρα του, ὅπως τὸ καταλαβαίνει ὁ Κίρκεγκωρ λέγοντας ὅτι “ἂν ὁ συνομιλητής μου θεωροῦσε μεγαλοσύνη του ὅτι δὲν ἔχει νιώσει ποτὲ ἀγωνία, μ’ εὐχαρίστηση θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ ἐξηγήσω πὼς αὐτὸ δὲν ὀφείλεται διόλου σὲ μεγαλοσύνη, παρὰ στὸ ὅτι εἶν’ ἐντελῶς ἀπνευμάτιστος”.