Ὅσα γίνονται ἀντιληπτὰ χάρη στὴν πιὸ ἐπίμοχθη ἔστω καὶ χρονοβόρο σπουδή, εἶναι τὰ πιὸ ἀσήμαντα. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ἡ γνώση προϋποθέτει ἐσωτερικὴ ἑτοιμότητα ποὺ ὑπερβαίνει τελείως τὶς μαθησιακὲς πειθαρχίες: χρειάζεται νὰ ἔχεις γίνει ὅ,τι γνωρίζεις, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τὸ γνωρίζεις, διαφορετικὰ θὰ προβάλεις στὴν ὑπερβατικὴ πραγματικότητα τὸ τίποτα ποὺ σοῦ ἀνήκει, καὶ κρίνοντας αὐτήν, θὰ βλέπεις καὶ θὰ κρίνεις τὸν ἄθλιο ἑαυτό σου. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιὰ ποιὸ λόγο τόσοι ἄνθρωποι μικραίνουν τὰ πράγματα, τυφλοὶ καὶ κουφοὶ σὰν τοὺς νεκρούς, ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου ἀρκετοὶ καταλαβαίνουν μιὰ μεγάλη παρουσία. Γι αὐτὸ ἕνας γέροντας λέει ὅτι κανεὶς δὲν γνωρίζει τὸν Πατέρα, ἂν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
“Ὅσο ἀνυψώνεται ἡ προσωπικότητα,” ὅσο ἡ συνείδηση πλησιάζει στὴν ἀρχή της, “τόσο πιὸ ἀκριβὰ πρέπει ν’ ἀγοράζεται τὸ κάθε τι,” ἐξηγεῖ ὁ Κίρκεγκωρ — ὁτιδήποτε χωρὶς ἐξαίρεση φανερώνεται σὲ μεγαλύτερη σημασία. Ὁ μικρὸς θέλει τὰ πάντα μικρά, καὶ τὸ μέγεθος ποὺ θαυμάζει, δὲν εἶναι ποτέ ἀρκετὰ μεγάλο, γιατὶ “τὸ μέγεθος τοῦ ἀνθρώπου [δὲν] ἐξαρτᾶται [ἀπὸ τίποτε ἄλλο, παρὰ] μοναδικὰ [ἀπὸ τὴν ἔνταση μὲ τὴν ὁποία νοιώθει τὴν προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς ὕπαρξης καὶ ἀπὸ τὸν ἔμπρακτο σεβασμὸ τῆς νόησης αὐτῆς, δηλαδὴ] ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ποὺ καταβάλλει γιὰ νὰ σχετιστεῖ μὲ τὸν Θεό”.