Ὁ γέροντας Παΐσιος, ποὺ δὲν γνώριζε λίγα γιὰ τὴν συμπαράσταση καὶ δὲν νοιαζόταν λίγο γιὰ τοὺς ἄλλους, χωρὶς δισταγμὸ συμβουλεύει ὅτι “πρέπει νὰ μὴ χάνει κανεὶς τὴν ὥρα του ἄσκοπα, νουθετῶντας πνευματικὰ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται στὶς κοσμικὲς συζητήσεις καὶ στὸ νὰ ἐκφέρουν ἐγωϊστικὰ γνῶμες”.

Ἤδη προηγουμένως μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένουν στὸ ἴδιο, ὅπως ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, θυμίζοντας ὅτι καλοῦνται οἱ πάντες, ἐλάχιστοι ἀκοῦνε τὸ κάλεσμα, σπάνιο νὰ ἀποκριθεῖ ἕνας: “κανεὶς δὲν σώζεται χωρὶς νὰ θέλει, κι ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ μὴ ζητᾶς, / καλὰ φρόντιζε νὰ σώσεις τὸν ἑαυτό σου κι ὅσους σ’ ἀκοῦνε, / ἂν γίνει καὶ βρεῖς στὴ γῆ ἄνθρωπο / ποὺ γιὰ ν’ ἀκούει ἔχει αὐτιά, κι ἀκούει καλὰ τὰ λόγια σου”.

Ἡ συμβουλὴ δὲν σημαίνει περιφρόνηση, ἀλλὰ τὴν ἀναπόφευκτη ἀπόσταση ποὺ ἐπιβάλλει ἡ δική τους ἐλευθερία. Ἡ πνευματικὴ νοημοσύνη δὲν ἐκβιάζεται καὶ ἡ ἀπουσία της στὴν μικροψυχία δὲν θεραπεύεται οὔτε μὲ σχολικὰ ἢ οἰκογενειακὰ προγράμματα, οὔτε κἂν μὲ τὴν πιὸ ἄμεση μέριμνα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς εἰδοποιεῖ γιὰ τὸν καιρὸ τῆς Παρουσίας ὅτι “θὰ εἶναι δύο στὸ ἴδιο κρεβάτι, ὁ ἕνας θὰ παραληφθεῖ καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἀφεθεῖ”, εἰδοποιῶντας ἔτσι ὅτι ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ καθημερινὴ συναναστροφὴ μὲ ἁγίους δὲν ἔχει δύναμη νὰ βοηθήσει τὸν μικρόψυχο, δὲν διατηρεῖ τὸ παραμικρὸ νόημα στὴν ἐρχόμενη ζωή, καὶ οὕτως ἢ ἄλλως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμβεῖ κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν διαίρεση αὐτή, ἡ ἀρχὴ τῆς ὁποίας βρίσκεται στὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου.