Αυτή η «λογική» συγχέει αβασάνιστα τις παραβατικές πράξεις και το πολιτικό σύστημα που τις συγκάλυψε, με την ίδια την συνοχή της κοινωνίας. Παραβλέπει ένα φαινόμενο το οποίο γεννήθηκε «ηθικοπολιτικά» μέσα από τον συναισθηματικό εκδημοκρατισμό της μεταπολιτεύσεως, οπότε ανδρώθηκε ταχύτατα ως κραταιά μορφή συλλογικότητας πλάι στην οικογένεια και την εντοπιότητα η κομματικοσυνδικαλιστική συντεχνία.

Η «συλλογικότης» τούτη διαβάζει τους θεσμούς μόνο από την πλευρά των«δικαιωμάτων» και διαπλάθει μια πολιτικά καχεκτική και κοινωνικά διαλυτική συνείδηση. Αντί να εσωτερικεύουν οι πολίτες τους θεσμούς και να αναπτύσσουν αίσθημα ευθύνης ως προς το κοινωνικό σύνολο, προσχωρούν στην διεκδίκηση του μερικού εκείνου συμφέροντος που τροφοδοτεί τον συνδικαλισμό παρασιτισμό και καλλιεργεί όλα τα είδη μοχθηρίας και δηλητηριώδους επικριτικού αρνητισμού.

Απληστία και αρπακτικότης συναγωνίζονται μεταξύ τους σε μια ατμόσφαιρα γενικευμένης καχυποψίας. Εν ονόματι των «δημοκρατικών δικαιωμάτων» ένας αχαλίνωτος εγωισμός προβάλλει την ανασφάλεια ή την υπαρξιακή αποτυχία των ατόμων στην συνθήκη του συνόλου και ενώ οι πολωτικές αντιπαραθέσεις εξάπτουν το θυμικό οι πελατειακές συναλλαγές το κατευνάζουν.