Η «συλλογικότης» τούτη διαβάζει τους θεσμούς μόνο από την πλευρά των«δικαιωμάτων» και διαπλάθει μια πολιτικά καχεκτική και κοινωνικά διαλυτική συνείδηση. Αντί να εσωτερικεύουν οι πολίτες τους θεσμούς και να αναπτύσσουν αίσθημα ευθύνης ως προς το κοινωνικό σύνολο, προσχωρούν στην διεκδίκηση του μερικού εκείνου συμφέροντος που τροφοδοτεί τον συνδικαλισμό παρασιτισμό και καλλιεργεί όλα τα είδη μοχθηρίας και δηλητηριώδους επικριτικού αρνητισμού.
Απληστία και αρπακτικότης συναγωνίζονται μεταξύ τους σε μια ατμόσφαιρα γενικευμένης καχυποψίας. Εν ονόματι των «δημοκρατικών δικαιωμάτων» ένας αχαλίνωτος εγωισμός προβάλλει την ανασφάλεια ή την υπαρξιακή αποτυχία των ατόμων στην συνθήκη του συνόλου και ενώ οι πολωτικές αντιπαραθέσεις εξάπτουν το θυμικό οι πελατειακές συναλλαγές το κατευνάζουν.
Το αξιακό στοιχείο, έτσι, υπονομεύεται με «προοδευτικά» ιδεολογήματα ελεεινής μορφής, με μία ψευδοκαθολικότητα η οποία κατά βάθος συντηρείται με την αναγωγή σε υψίστη κοινωνικοπολιτική αρχή της άνευ όρων και ορίων ευτυχίας, ασχέτως εάν τούτο συνεπάγεται την χιονοστιβάδα του δημοσίου χρέους και τα μνημόνια.
Πρόκειται για παθολογική κατάσταση που δικαιολογεί την εφαρμογή της ιατρικής στην σπουδή της πολιτικής ιστορίας, το «ες αεί» της κληρονομιάς του Θουκυδίδη στην ανθρωπότητα. Μιλώ για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Από τα ιδεολογικά υποστυλώματα του λαϊκιστικού ομαδισμού είναι η ανάδειξη του παρία σε πολιτικά προνομιούχο και κατ’ επέκταση η εξίσωση της αξιοκρατίας με την ανισότητα.