Μοῦ ἀρέσουνε οἱ αἰσθηματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ ξεχνᾶνε τὸν ἑαυτό τους ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης ποὺ παρέχουν. Καὶ τὰ πράγματα πρέπει νὰ τ’ ἀρνηθεῖς γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήσεις.

Ἂς μιλήσουμε καὶ λίγο σόκιν: πρᾶμα λέμε τὸ αἰδοῖον. Ἅμα τό ‘χεις, εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς γιὰ ἕναν ἀγρὸ καὶ τὶς περιπέτειες τῆς καλλιέργειάς του. Ὅταν δὲν τό ‘χεις, ἡ λαχτάρα σοῦ δίνει μιὰν ἄλλη ἀντίληψη, πιὸ μόνιμη.

Γι’ αὐτὸ ἦταν παρθένος ἡ Παναγία, γιὰ νὰ δεχτεῖ τὰ λόγια καὶ νὰ μὴ γίνει μιὰ νοικοκυρὰ τῆς σειρᾶς. Πῶς θὰ μποροῦσε ἡ Ἀριάδνη νὰ βοηθήσει τὸν Θησέα, ἂν δὲν ἦταν παρθένος;

Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει, βρίσκοντας τὴ διέξοδο μέσα ἀπ’ τὸν λαβύρινθο τῶν διαδρόμων;

Ἡ παρθενία εἶναι κάτι βασικό, γιατὶ ἀξιοποιεῖ τὸ πρᾶμα τῆς γυναικός, ἀξιοποιεῖ τὸ σῶμα μέσα ἀπ’ τὴ λαχτάρα γιὰ τὸ σῶμα.

Πάρε παράδειγμα τὴ Θεοτόκο: ὑμνεῖ τὸν Θεὸ μέσα ἀπ’ τὴ θνητότητα τοῦ σώματός της ποὺ παραδέχεται ἀπὸ τὰ πρίν.

Ὁ θάνατος ἐννοούμενος παρ’ ἀνθρώποις ἀθανασία ἐστι. Ἔτσι παίρνει νόημα ἡ ζωή, γιατί ἓν σῶμα ἐσμέν.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν καθολικισμό, ποὺ ἀπεικονίζει τὸν θάνατο σὰν ἕναν σκελετό, στὴν ὀρθοδοξία ὁ θάνατος εἶναι μιὰ κοπέλα ὄνειρο, μ’ ἕνα φουστάνι μούρλια, μ’ ἕνα φτερὸ παγωνιοῦ στὸ κεφάλι, νὰ σέρνει χορὸ μὲ μαντιλάκι μπροστά, καὶ πίσω ν’ ἀκολουθοῦν νέοι, γέροι, γυναῖκες, μωρά. Καλαματιανό.