Μετά, στὸ τρένο, θέλησα νὰ χαροποιήσω μία κοπέλα στενοχωρημένη ποὺ συνόδευα, καὶ τῆς ἀγόρασα ἕναν ψεύτικο ἀνεμόμυλο, ἕνα φουρφούρι, ξέρεις, ποὺ φυσούσαμε πότε ἐγὼ καὶ πότε ἐκείνη…

Ὅταν τὸ φυσούσαμε, τὸ σχῆμα του χανότανε. Καὶ σκέφτηκα τότε: «Δόξα τῷ Θεῷ, ὑπάρχει καὶ τὸ χωριὸ καὶ τὸ ἑστιατόριο Καραβόμυλος, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος κι ὁ μοναχὸς παραβάλλονται μὲ καράβι». Καράβια ποὺ πολὺ θαυμάσαμε ἀλέστηκαν ἐπειδὴ πάλιωσαν.

Ὅλα τὰ πράγματα ἀλέθονται. Βλέπετε πῶς ὅλα εἶναι ἕνα; Βλέπετε τὰ βουνὰ σὰν περισπωμένες καὶ τὴ Μακεδονία σὰν τὸ καπέλο της Ἑλλάδος;

Μὲ τὶς αἰσθήσεις κινούμαστε, ξεχνώντας τὸ σὺν τοῦ συναισθήματος, ποὺ εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ὁ κ. Καστοριάδης δὲν ξεχνάει ποτὲ τὸ σύν, θέλει νὰ προσθέσει πάντα τὸ τεράστιο εὐτραφὲς σῶμα του — τί κῶλος εἶναι ἐκεῖνος, γιὰ ὄνομα του Θεοῦ!

Εἴμαστε κονιορτός. Σὰν τὴν Ἰνδιάνα ποὺ σκότωσε τελευταῖα τὸ κοριτσάκι της ἢ σὰν τὴν ἄλλη ποὺ ἀποθήκευσε τὸ παιδί της στὸ ψυγεῖο. Καὶ βγῆκε ἡ Μποβουὰρ νὰ πεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει τὸ αἴσθημα τῆς μητρότητας.

Γιὰ νὰ πειστοῦμε ἀπὸ τὴν ἀντίληψη τῆς Μποβουάρ, θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μετρήσουμε τὸν ὄγκο ἀπὸ τὰ βρακόπανά της ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποὺ ἔζησε.