Τὸ δεύτερο ‘μυστήριο’ τοῦ συζυγικοῦ βίου εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα, τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς, ὅταν ἡ σεξουαλικὴ συνεύρευση καταλήγει στὴν τεκνοποιΐα.

Ὅμως ἂν ἡ ἀγάπη προτάσσει τὸν ἄλλο σὲ τέτοιο βαθμό, ἡ ἴδια ἀποτελεῖ ζωὴ διαρκῶς νέα, ἐφόσον ἡ συνύπαρξη τῶν συζύγων ἀνάγεται στὴν μορφὴ ποὺ ὑπερβαίνει καὶ ἑνώνει τὶς ἀτομικότητες, ὥστε δὲν ὑπάρχει δυνατότητα οὔτε ἀνάγκη γιὰ ἄλλες προόδους, μέσα ἀπὸ τὴν τεκνοποιΐα, κλπ: ἡ σχέση ἀνάμεσα στὸ ζευγάρι, στὸν βαθμὸ ποὺ ὑπάρχει ἀγάπη, δηλαδὴ ὁ Θεός, καλύπτει τὰ πάντα καὶ εἶναι αὐτοσκοπός.

Ἑπομένως, ὅταν συμβεῖ ὁ ἕνας ἢ καὶ οἱ δύο νὰ μή μποροῦν νὰ κάνουν παιδιά, γιὰ βιολογικοὺς ἢ ὅποιους λόγους, ὁ γάμος δὲν ὑστερεῖ στὸ παραμικρό, δὲν γίνεται μυστήριο οὔτε ἐλάχιστα κατώτερο ἢ λειψό. Ἰσχύει καὶ ἐδῶ ὁ πνευματικὸς νόμος ἀπόλυτης ἰσχύος καὶ ἀκρίβειας, ὅτι ὅποιος θὰ εἶχε ὅλο τὸν κόσμο καὶ μαζὶ τὸν Θεό, δὲν θὰ εἶχε ἀπολύτως τίποτα περισσότερο, ἀπὸ ὅσο ἂν εἶχε τὸν Θεὸ μόνο Του. Μάλιστα ὁ Ἁλώνιος τονίζει χαρακτηριστικὰ τὴν σχετικὴ μόνο ἀξία ἀκόμη καὶ τοῦ πιὸ τέλειου γάμου, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐσωτερικότητας νὰ ἀποκαλύπτει μία μόνο τὴν κύρια σχέση: “ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν πεῖ μέσα στὴν καρδιά του, ὅτι ‘στὸν κόσμο εἴμαστε μόνο ἐγὼ καὶ ὁ Θεός’, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση.”