Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς καὶ παρόμοιους ἡ κληρονομικὴ ὁμοιότητα τῶν παιδιῶν μὲ τοὺς γονεῖς τους, πολὺ πέρα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι βιολογικὴ ἀνάγκη ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλευθερία, παιδαγωγεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ καταλαβαίνει στὸν Θεὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας του ἀπρόσβλητης καὶ ἀκέραιης, μέσα καὶ πέρα ἀπὸ κάθε δεδομένη συγγένεια μαζί Του.

Ἂς ἔχουμε τὶς προϋποθέσεις αὐτὲς κατὰ νοῦ ὅπως ἐρχόμαστε νὰ σκεφτοῦμε ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ περιέχει τὸ βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου Μεσογαίας, μὲ τίτλο «Φυσιολογία τῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ θεολογία τῆς ἀνθρώπινης ἀρχῆς». Διαβάζω ἐκεῖ ὅτι «κάθε φορὰ ποὺ δύο σύζυγοι συνέρχονται, ἱερουργοῦνται δύο μυστήρια: τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης — ποὺ δύο ἀνθρώπους τοὺς ἑνώνει ‘εἰς σάρκα μίαν’ καὶ καθιστᾶ τὴν ἀγάπη τους ὁλοκληρωμένη (ψυχοσωματικὴ) — καὶ τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς — ἀφοῦ ἡ σεξουαλικὴ ἕνωση τῶν συζύγων ἔχει ἐνδεχόμενο τὴ ζωή, δηλαδὴ τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας ἀθάνατης ψυχῆς.»

Ἀποφεύγοντας τὴν ἀοριστία ‘δύο συζύγων’, ὑποθέτοντας τὴν ἰδανικὴ περίπτωση, ὅτι πρόκειται γιὰ ἰδανικὴ σχέση ἀνάμεσα σὲ ἰδανικοὺς συζύγους, τοὺς πιὸ ἐρωτευμένους μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Θεό. Σύνηθες ζητούμενο στοὺς δῆθεν γάμους γίνεται ἁπλῶς νὰ μή διαλυθοῦν ἢ καὶ νὰ διαλυθοῦν ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἂν ἔτσι θὰ διασωθεῖ ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ἐλευθερία ἑνὸς ἢ καὶ τῶν δύο συζύγων. Ὅμως ἐνδιαφέρει νὰ σκεφτοῦμε τὴν ἰδανικὴ περίπτωση, κι ἂς εἶναι σπάνια, γιατὶ ἐδῶ δημιουργοῦνται τὰ κριτήρια μὲ βάση τὰ ὁποῖα δύο ἄνθρωποι ἐνδέχεται νὰ ἐκτιμήσουν τὶς δυνατότητες τῆς σχέσης τους.