Ὁ Καστοριάδης τὸ σκοτώνει, ἀλλὰ ὡς ἐρώτημα παραμένει ἐνδιαφέρον, ἂν ὑπάρχει ἰσχυρὴ φιλοσοφικὰ βάση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συμπεράνει ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ Καρτέσιου καὶ τοῦ Πασκὰλ εἶναι σεβαστός, ἀλλὰ ὄχι ὁ Θεὸς τοῦ Χομεϊνί. Ἔχοντας προσέξει ὅτι ὅλες οἱ δυνατότητες κατ’ ἀρχὴν φαίνονται ἀνοιχτές, μήπως ὑπάρχουν λόγοι ποὺ θὰ ἔδειχναν ὅτι μερικὲς εἶναι μεγαλύτερες εἴτε ἴσως οἱ μόνες ἀνοιχτές. Δὲν ἐνδιαφέρει ἀπόδειξη, ἀλλὰ φιλοσοφικὴ ἐξήγηση. Ὁ ἴδιος ὁ Καστοριάδης σκέφτεται τὶς Σημασίες καὶ προσπαθεῖ νὰ ἑρμηνεύει τὸ Φαντασιακό. Στὴν συζήτηση αὐτὴ ποὺ ἔχει μὲ τὴν ἱστορία ὡς δημιουργία Σημασιῶν, γνωρίζει καὶ νὰ ἀξιολογεῖ καὶ νὰ σέβεται ἄλλες Σημασίες περισσότερο ἀπὸ ἄλλες. Ἂν τὸ θέμα τὸν ἐνδιέφερε πράγματι, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μιὰ κατανόηση, ἀπ’ ὅπου γιὰ καθαρὰ φιλοσοφικοὺς λόγους, πέρα ἀπὸ προσωπικὲς ἢ κληροδοτημένες προκαταλήψεις, θὰ ἄρχιζε νὰ σέβεται πολὺ περισσότερο τὸν Θεὸ τοῦ Πασκὰλ καὶ τοῦ Κίρκεγκωρ ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Χομεϊνί.
Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε, οὔτε μιὰ μέρα, τὸν καθαρὸ χῶρο ἐμπρός μας, ποὺ ἐντός του τὰ ἄνθη ἀτελεύτητα προβάλλουν.