Ὁπωσδήποτε ἡ διπλὴ ἐξάπλωση τῆς νύχτας, ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερική, γίνεται ὁ χῶρος ὅπου ἀνακοινώνεται ἡ μοναξιά, ὁπότε τὸ δωμάτιο ἀποδεικνύεται τάφος.
Ἡ ὥρα φεύγει ἀκολουθῶντας φυσικοὺς νόμους, ἀλλὰ ἡ ψυχὴ κοιμᾶται ἐπειδὴ δὲν ἔχει γιὰ ποιὸν νὰ φωτίζει. Ὅλα τὰ φῶτα σβήνουν, καθένα στὴν τάξη του, ἀντικειμενικὴ καὶ προσωπική, ὑποχωροῦν καὶ χάνονται. Δὲν εἶναι ἡ ἄγαμη νιότη τὸ πρόβλημα τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἡ ἀπώλεια τῆς ὕπαρξης καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Τὸ ποίημα ἔχει τὴν δύναμή του στὴν πυκνὴ μορφὴ μὲ τὴν ὁποία ἔγινε γνωστό, μέσα σὲ λίγες λέξεις ἁπλώνοντας τὴν ἀπόλυτη νύχτα, βάρος κοσμικῶν διαστάσεων ἐσωτερικῆς ἀπώλειας, τὴν λύπη τῆς ἀρχαιότητας καὶ κάθε εὐαίσθητης ἐποχῆς.